Ο Ζοζέ Σαραμάγκου γεννήθηκε στην Πορτογαλία. Σε μικρή ηλικία υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το σχολείο και ουσιαστικά είναι αυτοδίδακτος. Η πρώτη του νουβέλα, Γη της αμαρτίας, εκδόθηκε το 1947, αλλά μεσολάβησαν τριάντα χρόνια μέχρι την έκδοση των σημαντικότερων έργων του για τα οποία και τιμήθηκε το 1998 με το βραβείο Νόμπελ. Ζει στο νησί Λανθαρότε με τη γυναίκα του.

Το συγκεκριμένο μυθιστόρημά του, κάλλιστα θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε μελέτη, δοκίμιο, έρευνα ή κάτι άλλο παρόμοιο ή να του δώσουμε μια ονομασία έξω και πέρα από τα γνωστά. Σε μια χώρα με δέκα εκατομμύρια κατοίκους σταματούν να πεθαίνουν οι άνθρωποι. Και όσο και αν το ότι … πέθανε ο θάνατος ακούγεται ευχάριστο, οι επιπλοκές της συσσώρευσης ατόμων που, δυο βήματα πριν το τέλος, δεν …. καταλήγουν, δημιουργεί αξεπέραστα προβλήματα. Ασφαλιστικές εταιρείες, γραφεία κηδειών γηροκομεία, κυβέρνηση, ακόμα και η εκκλησία, αντιμετωπίζουν μια ανατροπή ενός βασικού συστατικού της καθεστηκυίας τάξης. Μαφφιόζοι (με δυο φ θέλει τη λέξη ο συγγραφέας) αναλαμβάνουν να βοηθήσουν μεταφέροντάς τους στη διπλανή χώρα όπου ο θάνατος λειτουργεί χωρίς προβλήματα, δημιουργώντας με το μπες – βγες συνθήκες για πολεμική σύρραξη. Όλα ανατρέπονται.

Ζωή χωρίς θάνατο είναι, άραγε, ζωή;

Το θέμα ασυνήθιστο, αλλά οι δυνατότητες που δίνει στο συγγραφέα – μελετητή του είναι αναρίθμητες. Η πλοκή δημιουργείται από την παρεμβολή ολοένα και περισσότερων αστάθμητων παραγόντων.  Οι βασικές κολόνες της εξουσίας απομυθοποιούνται ως προς τον τρόπο που λειτουργούν. Οι κορόνες της κυβέρνησης που πάντα βρίσκει τρόπο να παρουσιάσει σαν επιτυχία  ό,τι και να συμβαίνει, τα παιχνίδια των επιχειρηματιών που προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους σε κάθε περίπτωση, οι δημοσιογραφικές παρουσιάσεις που γίνονται μυθιστορηματικές περιγραφές. Δηλαδή όλο το τακτοποιημένο συνονθύλευμα –με άλλα λόγια η κοινωνία σε αυτή τη χώρα-, αναγκάζεται τελικά, τακτικά και οργανωμένα, να καταφύγει στην παρανομία για να λύσει τα προβλήματά του. Άτυπα, μα ουσιαστικά. Και αν αυτοί οι ζωντανοί ψάχνονται ποικιλοτρόπως, μπας και η θάνατος (θηλυκό τη θέλει η πορτογαλική γλώσσα) μέσα από αυτή την ασυνήθιστη και πρωτοφανή διαδικασία, που η ίδια με δική της ευθύνη διάλεξε, αντιμετωπίζει κάποια άλλα προβλήματα; Μπας και σε όλη της την ύπαρξη με το δρεπάνι της θανάτωνε τη ζωή, κάτι που η ίδια ποτέ δεν είχε ζήσει;

Η γλώσσα του Σαραμάγκου είναι «πυκνή». Δεν υπάρχουν παράγραφοι, δεν υπάρχουν εισαγωγικά στους διαλόγους. Κόμματα και μόνον κόμματα ανάμεσα στους διαλόγους, στις περιγραφές και στις αφηγήσεις. Αραιά και πού και καμιά τελεία. Μέτρησα διακόσιες εξήντα επτά λέξεις ανάμεσα σε δυο τελείες. Η γλώσσα του, εκτός από πυκνή στην παρουσίαση, είναι και λεπτομερειακή στις περιγραφές της. Και αν πολλοί Αμερικανοί συγγραφείς έχουν αυτή τη συνήθεια της υπερβολικά λεπτομερούς περιγραφής καθημερινών γεγονότων, αντικειμένων και κινήσεων, ο Σαραμάγκου την εφαρμόζει σε σκέψεις, σε προσεγγίσεις αισθημάτων και σε αναλύσεις θεωριών γνωστών ή και για πρώτη φορά ειπωμένων.

Ο αναγνώστης –ο μη βιαστικός αναγνώστης- που θα διαβάσει τα πιο πάνω, και θα ξέρει πια τι να περιμένει από αυτό το βιβλίο, θα το ευχαριστηθεί, αφού και η μετάφραση της Αθηνάς Ψυλλιά, ακολουθεί φανερά το μοτίβο γραφής του συγγραφέα. Πράγμα φυσικό –όπως κατέληξε- αφού η ίδια έχει μεταφράσει όλα τα βιβλία του (έντεκα αν μέτρησα καλά) που κυκλοφορούν στα ελληνικά.