Ο Βρετανός φιλόσοφος και πολιτικός οικονομολόγος John Stuart Mill (Τζον Στιούαρτ Μιλ) γεννήθηκε το 1806 στο Λονδίνο και πέθανε το 1873 στην Αβινιόν της Γαλλίας. Θεωρείται από τους σημαντικότερους κλασικούς φιλελεύθερους στοχαστές και ως ο αγγλόφωνος φιλόσοφος με την ισχυρότερη επιρροή του 19ου αιώνα. Με το έργο του συνεισέφερε στην πολιτική, κοινωνική και ηθική θεωρία, στον φεμινισμό καθώς και στην πολιτική οικονομία. Ο Σκοτσέζος πατέρας του και ωφελιμιστής φιλόσοφος και οικονομολόγος Τζέιμς Μιλ, τον εκπαίδευσε στη μελέτη των ελληνικών στα τρία του χρόνια και των λατινικών στα οκτώ. Στα δεκαεπτά του ξεκίνησε να εργάζεται στον Ινδικό Οίκο της Εταιρίας Ανατολικών Ινδιών για περισσότερα από τριάντα χρόνια. Το 1823 ίδρυσε με τον ιδρυτή του σύγχρονου Ωφελιμισμού Jeremy Bentham μια εφημερίδα για τις ριζοσπαστικές φιλοσοφικές απόψεις. Στα είκοσι πήγε στη Γαλλία για να μάθει τη γλώσσα και σπούδασε χημεία και μαθηματικά στο Μονπελιέ. Το 1851 παντρεύτηκε τη Harriet Taylor. Εκλέχτηκε φιλελεύθερος βουλευτής στο Κοινοβούλιο από το 1865 έως το 1868. Αγωνίστηκε για τα δικαιώματα των γυναικών, την απόλυτη ισότητα των φύλων, τα δικαιώματα της εργατικής τάξης και την ισότητα στην παιδεία και την απασχόληση. Ήταν ο πρώτος βουλευτής που εισήγαγε νομοσχέδιο στο οποίο ζητούσε οι γυναίκες να έχουν δικαίωμα ψήφου. Ζήτησε, επίσης, να επεκταθεί το δικαίωμα ψήφου σε όλους τους ενήλικες, ενώ ήταν πολέμιος της δουλείας και της αποικιοκρατίας στις Δυτικές Ινδίες. Μερικά από τα πιο σημαντικά του έργα ήταν: «Σύστημα Λογικής, παραγωγικής και επαγωγικής» (1843), «Πολιτική οικονομία» (1848), το εν λόγω το 1860, «Ωφελιμισμός» (1861), «Η υποταγή των γυναικών» (1869), «Τρία δοκίμια περί θρησκείας» (1874).
Στο προοίμιο της πραγματείας αναφέρεται ως αντικείμενό της, όχι τόσο η ελευθερία της βούλησης όσο η πολιτική ή κοινωνική ελευθερία και ιδίως η φύση και τα όριά της, που μπορούν να ασκηθούν από την κοινωνία στο άτομο. Ως χαρακτηριστικά παραδείγματα στην αέναη πάλη ανάμεσα στην ελευθερία και την εξουσία, ανάμεσα στις τάξεις και στις κυβερνήσεις θεωρούνται οι περιπτώσεις των ιστορικών περιόδων στην Ελλάδα, στη Ρώμη και στην Αγγλία. Η πραγματεία υποστηρίζει ότι η ανθρωπότητα και η κοινωνία νομιμοποιούνται να ελέγξουν και να παρέμβουν στην ελευθερία δράσης ενός ατόμου με νομικές κυρώσεις και ηθικό εξαναγκασμό, μόνο για σκοπούς αυτοπροστασίας τους. Στη συνέχεια επιχειρηματολογεί υπέρ της ελευθερίας της σκέψης, της γνώμης, της συζήτησης και της έκφρασης του ατόμου προς όφελος της διανοητικής ευημερίας της ανθρωπότητας. Ακολουθεί η τεκμηρίωση περί της ατομικότητας ως ενός εκ των στοιχείων της ευημερίας και έρχεται σε καθολική αντιδιαστολή με τις χριστιανικές (καθολικές, ορθόδοξες, προτεσταντικές και κυρίως καλβινιστικές) θρησκευτικές θεωρίες σύμφωνα με τις οποίες η μέγιστη αμαρτία του ανθρώπου είναι η ατομική βούληση. Η μελέτη διερευνά και την ανάπτυξη των ορίων της κοινωνικής εξουσίας επί του ατόμου και της κυριαρχίας του ατόμου επί του εαυτού του. Η πραγματεία ολοκληρώνεται με παραδείγματα εφαρμογών που μπορούν να χρησιμεύσουν ώστε να καταστεί σαφέστερη η νοηματοδότηση του περιεχομένου και των αρχών της παρούσας μελέτης.
Το βιβλίο από τη σειρά «Φάροι Ιδεών» αποτελείται από τον κατατοπιστικό και επεξηγηματικό πρόλογο του καθηγητή Θεοφάνη Τάση, το πρώτο κεφάλαιο της πραγματείας που επέχει θέση προοιμίου και τα υπόλοιπα τέσσερα κεφάλαια περί ελευθερίας, κι ολοκληρώνεται με το σύντομο βιογραφικό του συγγραφέα. Καθ’ όλη την ανάπτυξη της πραγματείας καταδεικνύονται οι δύο θεμελιώδεις αρχές της. Το άτομο δεν λογοδοτεί στην κοινωνία για τις ενέργειές του στο μέτρο που αυτές δεν αφορούν τα συμφέροντα κανενός ατόμου παρά μόνο του ίδιου. Επίσης, για τις πράξεις που είναι επιζήμιες για τα συμφέροντα των άλλων, το άτομο είναι υπόλογο και μπορεί να υπόκειται σε κοινωνικές και νομικές κυρώσεις, προκειμένου να προστατευτεί η κοινωνία και τα μέλη της. Το βιβλίο θεωρείται θεμέλιος λίθος της φιλελεύθερης εποχής και υπερασπίζεται όχι μόνο την ανθρώπινη ελευθερία, αλλά εμφατικά την ατομική ελευθερία ως μέρος μιας ανοικτής κοινωνίας. Παράλληλα εξετάζει τον βαθμό επικινδυνότητας (σωματικής, υγειονομικής) της πρακτικής της ελευθερίας στα άτομα της κοινωνίας. Πιστεύει στην προαγωγή της ελευθερίας της έκφρασης, την αποτροπή της λογοκρισίας, του θρησκευτικού φανατισμού και του πολιτικού δογματισμού και προάγει τη διατύπωση ακόμη και λαθεμένων απόψεων καθώς η γνώση και η εύρεση της αλήθειας προκύπτουν μέσω του διαλόγου. Σύμφωνα με τη μιλσιανή ατομοκεντρική θεωρία, τα θρησκευτικά θεμέλια της κοινωνίας μπορούν να αντικατασταθούν από την κοσμική ηθική, το δημοκρατικό ήθος, την ελευθερία και την αυτοκυριαρχία (από τον πρόλογο του βιβλίου). Το βιβλίο απευθύνεται σε νέους αλλά και ώριμους αναγνώστες και αποτελεί οδοδείκτη διεύρυνσης των ορίων της κατανόησης του κόσμου και των ανθρώπων και της ίδιας της ζωής.