Ταξιδιώτες σε αναμονή

Ο Κώστας Βρεττάκος γεννήθηκε το 1938 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία του κινηματογράφου στην Αθήνα και στη Ρώμη χωρίς να ολοκληρώσει ποτέ τις σπουδές του. Δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά στη διαφήμιση και στη φωτογραφία. Παράλληλα ασχολήθηκε περιστασιακά με τη δημοσιογραφία και εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές. Το 1980 δημιούργησε τον εκδοτικό οίκο «Τρία φύλλα» και επέστρεψε στον κινηματογράφο, γυρίζοντας αρχικά ντοκιμαντέρ και αργότερα μία και μοναδική ταινία μυθοπλασίας, «Τα παιδιά της Χελιδόνας» (1987). Από το 1990 έως το 2006 εργάστηκε αποκλειστικά για το υπουργείο Πολιτισμού, μεταξύ άλλων, ως σύμβουλος Κινηματογραφίας και πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου.

«Μυθιστορία» επιγράφεται το πρώτο μυθιστόρημα του Κώστα Βρεττάκου, «Περαστικός από το Ρέικιαβικ», που εκδόθηκε το 2009. Κινείται ανάμεσα στο μύθο και στην ιστορία, στα γεγονότα και στις επινοήσεις της συγγραφικής έμπνευσης, στην αλήθεια και στο ψέμα. Είναι μία μακροσκελής επιστολή που απευθύνει σε μία γυναίκα, αλλά και στον εαυτό του, λίγο πριν βγει στη σύνταξη, ο «περαστικός» (από τη ζωή των άλλων και τη δική του), Χριστόφορος. Το μεγαλύτερο μέρος της γράφεται στο αεροδρόμιο του Άμστερνταμ, καθώς περιμένει να βρει μια θέση σε πτήση για την Κοπεγχάγη. Τελικός προορισμός του είναι η πρωτεύουσα της Ισλανδίας. Έχει ήδη παρεκκλίνει από το προγραμματισμένο ταξίδι του, ως ειδικός σύμβουλος στο υπουργείο Γεωργίας και Αειφόρου Ανάπτυξης, εξαιτίας της ξαφνικής επιθυμίας του να επισκεφθεί στη Μαδρίτη τη φίλη του, με την οποία είχε πριν από χρόνια μία ανολοκλήρωτη ερωτική σχέση.

Μέσα σ’αυτό το δίκτυο των αναχωρήσεων, των αεροπορικών συνδέσεων και των αόρατων γραμμών που συνδέουν φαινομενικά ανόμοια μεταξύ τους πρόσωπα και καταστάσεις, η μνήμη αποκαλύπτει τις δικές της ατραπούς και ζωγραφίζει με τον ανεξίτηλο αλλά επιλεκτικό χρωστήρα της το πέρασμα μιας γενιάς που έζησε τα νεανικά της χρόνια στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’60, ωρίμασε στη δικτατορία και στη Μεταπολίτευση, έγινε κοσμοπολίτισσα, κατέλαβε θέσεις και αξιώματα στα πρώτα χρόνια του ΠΑΣΟΚ και συνταξιοδοτήθηκε λίγο πριν από την έλευση της νέας χιλιετίας, «λαθροβιώντας» έκτοτε, περιμένοντας το αναπόφευκτο τέλος.

Προερχόμενος κι ο ίδιος από την ποίηση, ο συγγραφέας, γιος του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου, συνθέτει σε αυτό το πρώτο μυθιστόρημά του την ιστορία της δικής του γενιάς, μάλλον, χωρίς όμως το αποτέλεσμα να δίνει την εντύπωση της αυτοβιογραφίας. Κινούμενος συνεχώς από το ένα θέμα στο άλλο, με αναδρομές στο χρόνο, αναμιγνύοντας τόπους και τοπία, ανασκάπτοντας τα στρώματα της λήθης για να ξετρυπώσει (ή να τεκμηριώσει) αυτήν την ιδέα του περαστικού, από δουλειές, έρωτες, τόπους διαμονής και επιλογές, Χριστόφορου, παραδίδει ένα κείμενο που γοητεύει εκεί που δεν το περιμένεις, δημιουργώντας παράλληλα μία σύγχρονη εκδοχή του λεγόμενου επιστολικού μυθιστορήματος, αφού οι επιστολές έχουν ως αφετηρία σημειώσεις σε αρχεία του φορητού υπολογιστή και, επιπλέον, ποτέ δεν απαντώνται, αν υποθέσει κανείς (αυτό θα το ανακαλύψει ο αναγνώστης) ότι φθάνουν στον παραλήπτη τους.

Μοναδική ένσταση στην πολύ φροντισμένη έκδοση είναι γιατί σε μερικές υποσημειώσεις επεξηγούνται πράγματα που θα περίμενε κανείς ότι είναι γνωστά, τουλάχιστον στον Έλληνα αναγνώστη, π.χ. ότι το Ελληνικό ήταν το διεθνές αεροδρόμιο της Αθήνας πριν από το «Ελευθέριος Βενιζέλος», ενώ αντίθετα δεν υποσημειώνονται π.χ. δρόμοι της Ρώμης που μπορεί να είχαν κάποιο ξεχωριστό νόημα για όσους έζησαν εκεί τη δεκαετία του ’60 και του ‘70.