Εν αρχή ην ο Λόγος… Η ιδέα, οι ήρωες, η γλώσσα, ο μύθος. Λεπτοδουλεμένα όλα τους με χρήση τέτοια ώστε το έργο να αποκτά πνοή. Γιατί η πνοή είναι αυτή που δίνει πάντα το αυθεντικό συγγραφικό αποτέλεσμα. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος πως η ιδέα της Μαίρης Κόντζογλου είναι συνηθισμένη αφού έχουν γραφτεί πολλά βιβλία για τη χαμένη ελληνική Ανατολή. Χάρη στη μαεστρία της Μαίρης Κόντζογλου όμως, η ιδέα εξελίσσεται σε έναν αυτόνομο, αυθυπόστατο μύθο, ξεφεύγοντας από την τυποποίηση του θεματικού κύκλου στον οποίο ανήκει. Το πρώτο επίτευγμα λοιπόν της συγγραφέως έχει να κάνει με τη χωροχρονική ατμόσφαιρα που επιλέγει. Η Καππαδοκία, αυτός ο τόπος των ανατολίτικων ελληνικών παραδόσεων και θρύλων, αποτελεί το πρώτο πρωτότυπο υφάδι της ιστορίας, για να ακολουθήσουν λεπτοδουλεμένες περιγραφικά αναφορές στη Μουταλάσκη, την Καισάρεια, τη Σινασο, το Ανδρονίκιο, τη Σμύρνη, το Μερζιφούν του Πόντου, την Κωνσταντινούπολη, τη Βοστόνη των ΗΠΑ, με άξονα πάντα τα δύσβατα χρόνια του Μικρασιατικού ξεριζωμού και της ανταλλαγής των πληθυσμών. Γι’ αυτό και θα τολμήσω να πω ότι το έργο έχει σαφέστατα και χαρακτηριστικά ταξιδιωτικού χρονικού χωρίς να κυριαρχεί αυτή του η έκφανση στο μυθιστορηματικό του προφίλ. Στα «Παλιά Ασήμια» δεν συναντά κανείς μια επιδερμική απεικόνιση των τοπίων, αλλά πραγματώνεται μια ουσιαστική διείσδυση σε ό,τι αποτελεί το προφίλ ενός τόπου: άνθρωποι, παραδόσεις, ήθη και έθιμα, καθημερινότητα, ιστορία. Στο έργο είναι καταφανής η προσπάθεια της ιστορικής ακρίβειας, που επιτυγχάνεται με μελέτη και αυτοψία.
Καθώς βασικό κριτήριο για την πετυχημένη μυθιστορηματική αποτύπωση μιας ιστορικής ατμόσφαιρας είναι η λεπτομερής ιστορική προσέγγιση μέσα από άμεσες και έμμεσες ιστορικές πηγές, από τις πρώτες κιόλας σελίδες ο αναγνώστης διαπιστώνει πως δεν γίνεται μια μηχανική και τυποποιημένη χρήση των ιστορικών λεπτομερειών, αλλά μια γοητευτική ανασύσταση της ιστορικής πραγματικότητας μέσα στην οποία αβίαστα και φυσικά εντάσσεται ο μύθος και η επινόηση μιας ευρηματικής πλοκής. Το χρώμα της Ανατολής, τα αρώματα που στροβιλίζονται στον αέρα, το θρόισμα των υφασμάτων, η επίγευση των ανατολίτικων εδεσμάτων στους ουρανίσκους, οι ήχοι και οι απόηχοι των μουσικών, οι εικόνες των βράχων, η διάχυτη ευλάβεια στο κάδρο των «Παλιών Ασημιών» που παγιδεύουν τη μνήμη διεκδικώντας παντοτινά μια θέση στο μυαλό και την καρδιά του αναγνώστη, αποτελούν βαρύτιμα υλικά της Μαίρης Κόντζογλου της οποίας οι λέξεις μιλούν πέρα από τα όρια της σημασιολογικής τους βαρύτητας αγγίζοντας και κατακτώντας κάθε μας σπιθαμή.
Πέρα από την ιδέα και την ιστορική ατμόσφαιρα όμως των βιβλίων, το δεύτερο βασικό ατού της τριλογίας είναι ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας φιλοτεχνεί τους ήρωες και τις ζωές τους. Η Σεβαστή Χατζηαβράμογλου και ο Έλμερ Αλεξάντερ Κάρτερ, η Ελισσώ και η Μακρίνα, ο μουσουλμάνος Ομέρ που ακολουθεί την αντίστροφη πορεία των Ελλήνων της Ανατολής κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών και μία πλειάδα άλλων προσώπων όπως ο σκοτεινός Ιορδάνης που αποδίδεται με όλες τις αποχρώσεις που μπορεί να διακρίνει κανείς σε έναν τραυματισμένο παιδιόθεν ψυχισμό, αποτελούν στη λογοτεχνία της Μαίρης Κόντζογλου αυτόνομες και αυθυπόστατες οντότητες καθώς οι αναγνώστες σχεδόν αφουγκράζονται τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις ανάσες τους.
Η συγγραφέας δεν αφηγείται απλώς μια οικογενειακή εποποιία αλλά τολμώ να πως δίνει την ευκαιρία σε ανθρώπους ανύπαρκτους και φανταστικούς, να ζωντανέψουν μέσα σε μια καθημερινότητα που έπλασε με ιδιαίτερο οίστρο για χάρη τους για να υπηρετήσουν και αυτοί με τη σειρά τους για χάρη της έναν απώτερο, ανώτατο ιδεολογικό στόχο: Να μιλήσουν με τη ζωή, τη δράση και τα παθήματά τους για την οδύνη του ξεριζωμού, της προσφυγιάς, της ανθρώπινης δυστυχίας που προκαλείται από αλλότριες, ασύδοτες πολιτικές αποφάσεις. Ποιος θα το έλεγε πως η αναβίωση της θεματολογίας της γενιάς του ’30 για τον ξεριζωμό της μικρασιατικής καταστροφής, τα τελευταία δέκα με δώδεκα χρόνια στη λογοτεχνία, θα ήταν προφητική, αποτελώντας τη διαχρονική έκφραση μιας νέας γενιάς προσφύγων που βιώνουν έναν αδιανόητο εκπατρισμό εξαιτίας και πάλι μεγάλων και συνάμα αθεράπευτα νοσηρών ιδεών, με το πρόσχημα ακραίων εθνικιστικών ή θρησκευτικών αντιλήψεων.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται, λοιπόν. Οι λαοί μέσα από τις εθνικές τους ιστορίες και πέρα από τα όρια της εθνικής τους ταυτότητας, χάρη στην ιστορία ανταμώνονται, κατανοούν και αδελφώνονται. Και οι εθνικές λογοτεχνίες πλέον αποτελούν την αποτύπωση ενός διαχρονικού και παγκόσμιου πόνου, που ξεπερνά τα εθνικά σύνορα και τις κατασκευασμένες εχθρότητες για την εξυπηρέτηση των όποιων συμφερόντων. Τα «Παλιά Ασήμια» πατούν ακριβώς πάνω σε αυτές τις ιδεολογικές ράγες. Καταφέρνουν να βάλουν τον αναγνώστη να σκεφτεί όχι τις διαφορές, αλλά τις ομοιότητες στις ανθρώπινες δυστυχίες. Αυτός είναι ο λόγος που η Μαίρη Κόντζογλου δεν εφησυχάζει παρουσιάζοντας τον ξεριζωμό της οικογένειας Χατζηαβράμογλου αλλά ακολουθεί και την αντίστροφη διαδρομή, την ταλαιπωρία του αντίστοιχα ξεριζωμένου μουσουλμάνου Ομέρ που επαναπατρίζεται, έπειτα από μακροχρόνια παραμονή σε ξένη γη, στα πατρικά του χώματα νιώθοντας σαν ξεριζωμένο φυτό που περιμένει εναγωνίως πάλι να πιάσει ρίζα.
Η χρήση της ιστορίας και ο τρόπος με τον οποίο αυτή είναι δοσμένη μέσα από την καθημερινότητα, τις λαχτάρες και τις ταλαιπωρίες των ηρώων, αποδεικνύουν μια μοναδική αίσθηση του μέτρου και έναν βαθύ σεβασμό της Μαίρης Κόντζογλου τόσο στους στόχους του μυθιστορήματος που ως λογοτέχνης υπηρετεί, όσο και στην ίδια την ιστορία την οποία αγγίζει με ευαισθησία και συναίσθηση ευθύνης. Γι’ αυτό και όποιος διαβάσει το έργο της δεν θα σταθεί σε καμία περίπτωση μόνο στην υπόθεση, μα σίγουρα θα ακολουθήσει αβίαστα τις περιπλανήσεις της ίδιας της συγγραφέως στο παρελθόν και θα παρασυρθεί σε συγκρίσεις γεγονότων και εποχών που εντέλει αποδεικνύουν την επανάληψη και τις ομοιότητες των ανθρώπινων βιωμάτων που καθορίζονται από τα προστάγματα των πολιτικών αποφάσεων.
Με ιδεολογικό της άξονα λοιπόν την προσφυγιά, τον ξεριζωμό και τη δυστυχία που προκαλεί στους ανθρώπους ο ιμπεριαλισμός και η ασύδοτη πολιτική, η τριλογία των «Παλιών Ασημιών» αποτελεί σε ένα δεύτερο επίπεδο ένα μανιφέστο κατά των συμφερόντων εκείνων που φορτώνουν μπόγους με ελάχιστα υπάρχοντα στις ράχες των λαών και τους αναγκάζουν να ζητιανεύουν ανθρωπιά σε ξένους τόπους. Δομικά η διαχείριση του μυθιστορηματικού χρόνου είναι υποδειγματική. Η συνεχής εναλλαγή παρόντος-παρελθόντος προσφέρει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να συναισθάνεται, να ερμηνεύει και να επεξεργάζεται σε βάθος τα διάφορα στάδια της ιστορίας, ενώ η ενατένιση των γεγονότων του παρελθόντος υπό τη σύγχρονη οπτική της Έλσας, της εγγονής της Σεβαστής Χατζηαβράμογλου, προσφέρει στη συγγραφέα τη δυνατότητα του σχολιασμού των περασμένων και της ζύμωσης του παρελθόντος με το παρόν, μια διασταύρωση απολύτως αναγκαία για να επιτευχθεί ο συγγραφικός απολογισμός των πεπραγμένων των ηρώων από την απόσταση εκείνη που εξασφαλίζει τη νηφάλια κριτική ματιά.
Πέρα από τους ιδεολογικούς άξονες, την άρτια ατμόσφαιρα, την αυθεντικότητα των ηρώων, την ιστορική ακρίβεια και τους ενδιαφέροντες εγκιβωτισμούς επιμέρους ιστοριών οι οποίες παρουσιάζουν μια εσωτερική συνοχή στο σύνολο του έργου, δεν μπορώ να μην σχολιάσω και την ευρηματική πλοκή η οποία στον τρίτο και τελευταίο τόμο των ζωών των ηρώων της Μαίρης Κόντζογλου, ολοκληρώνεται κλείνοντας όλους τους κύκλους και όλους τους ανοιχτούς λογαριασμούς των σύγχρονων και των παλιότερων ηρώων. Πρωταγωνιστής, ο έρωτας. Ο έρωτας της Σεβαστής και του Ελμέρ, ο έρωτας του Άλεξ και της Έλσας, οι διασταυρώσεις αυτών των ερώτων. Ο έρωτας στην τριλογία της Κόντζογλου μοιάζει να κυριαρχεί στο μεγαλύτερο μέρος της πλοκής, μα στην πραγματικότητα λειτουργεί σαν πρόσχημα για να μπορέσει να πλέξει όλα εκείνα τα ευρηματικά υφάδια που συνθέτουν την κυρίαρχη ιδέα της. Ο τρόπος που προσεγγίζει ωστόσο τον έρωτα ανάμεσα σε αυτά τα δυο ζευγάρια, εντυπωσιάζει καθώς η οπτική είναι προσαρμοσμένη κάθε φορά στην εποχή όπου αναπτύχθηκαν τα δυο ειδύλλια, γεγονός που καταδεικνύει πόση βαρύτητα δίνει η συγγραφέας στην επιρροή του περιβάλλοντος στη διαμόρφωση των χαρακτήρων και του ψυχοσυναισθηματικού τους προφίλ.
Εντυπωσιακή πραγματική είναι η διαχείριση του μεταφυσικού στοιχείου στον τρίτο τόμο, καθώς εντάσσεται στο έργο δίχως να ξενίζει. Η ταύτιση εγγονής Έλσας και γιαγιάς Σεβαστής, ιδωμένη είτε ως γεγονός μεταφυσικό είτε ως συμβολική κατάσταση που αποδίδει τη συνέχεια των γενεών και την ανακύκλωση της ιστορίας και κατ’ επέκταση των ανθρώπινων βιωμάτων, αποτελεί ένα σημαντικό μυθιστορηματικά εύρημα, που ενισχύει τα νοήματα που απορρέουν από την πλοκή. Ομοίως, θα αποτελούσε μεγάλη παράλειψη για την αποτίμηση της λογοτεχνικότητας του έργου η μη επισήμανση της φυσικότητας και του ρεαλισμού της περιγραφής του φονικού που διαπράττει μια γυναίκα ηρωίδα (ας μην σας αποκαλύψω ακριβώς σε ποια αναφέρομαι), που αντικατοπτρίζει την προαιώνια μάχη του καλού και του κακού ή σε ένα άλλο επίπεδο, τη μάχη των δύο φύλων, ιδωμένη από την οπτική της καταπιεσμένης για αιώνες θηλυκότητας.
Διαβάζοντας λοιπόν ο αναγνώστης την τριλογία των «Παλιών Ασημιών» του απομένει μια σωρεία συναισθημάτων. Στην καρδιά του κυριαρχεί η νοσταλγία και στο νου ο σκεπτικισμός για τις ετεροκαθοριζόμενες εντέλει ζωές των ανθρώπων. Οι κύκλοι κλείνουν, δίχως κενά, ερωτηματικά και ελλείψεις και οι ζωές των ηρώων σφραγίζονται από τη σοφία των δεινών που έχουν περάσει, επιτρέποντας στη νέα γενιά να γνωρίσει και να κατανοήσει καλύτερα την παλιότερη, μα και την ίδια την ανθρώπινη φύση. Αυτή η κατανόηση δεν είναι εξάλλου ο στόχος κάθε ιστορίας; Αυτός δεν είναι ο σκοπός που υπηρετεί εν κατακλείδι και η λογοτεχνία;
Αν με ρωτούσε λοιπόν κάποιος να πω επιγραμματικά τι σκέφτηκα διαβάζοντας την τριλογία της Μαίρης Κόντζογλου, θα έλεγα πως η συγγραφέας είναι καλή υφάντρα που ξέρει καλά να χειρίζεται όλα τα υλικά και τα μέσα που έχει στη διάθεσή της για να πετυχαίνει τους στόχους που θέτει εξαρχής και να μιλήσει θελκτικά και απλά για πράγματα καθημερινά και γι’ αυτό πολυσήμαντα. Δίχως να λοξοδρομεί και να πελαγοδρομεί σε ανούσιες περιγραφές και ατοπήματα. Δίχως να ξεχνάει πως η λογοτεχνία γράφεται για να μιλήσει τη γλώσσα του πονεμένου ανθρώπου. Γιατί η Μαίρη Κόντζογλου ξέρει πώς να γητεύει και συνάμα πώς να βάζει τον αναγνώστη της να εισχωρήσει πίσω από τις λέξεις της, ανακαλύπτοντας τους λόγους που καταπιάστηκε με μια ιστορία. Και αυτό είναι το πιο μεγάλο πλεονέκτημα της συγγραφικής της τέχνης. Να σε οδηγεί αβίαστα στο επιμύθιο δίχως να σε διδάσκει, όπως οι παλιοί κλασικοί συγγραφείς που έπιαναν το μολύβι μόνο όταν είχαν κάτι πολύτιμο να μας πουν.