Το κυνήγι του δολοφόνου

Τα αστυνομικά μυθιστορήματα πάντα έχουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον που δεν το συναντάμε πάντα σε άλλα είδη μυθιστορημάτων. Η αναζήτηση του δολοφόνου και ο τρόπος που εργάζεται η αστυνομία για να το επιτύχει κρατούν σε αγωνία τον αναγνώστη. Όταν μάλιστα ο συγγραφέας του μυθιστορήματος έχει για χρόνια υπηρετήσει στην αστυνομία, τότε το ενδιαφέρον διπλασιάζεται καθώς η αστυνομική έρευνα του μυθιστορήματος μοιάζει πιο αληθοφανής. Μια τέτοια περίπτωση συγγραφέα είναι και ο Ιταλός Antonio Fusco, ο οποίος έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα «Πέντε μικρές αδικίες» το 2014: υπήρξε στέλεχος της αστυνομίας και δικαστικός εγκληματολόγος. Τοποθετώντας την ιστορία του σε μια φανταστική πόλη της Τοσκάνης, περιοχή που γνωρίζει καλά καθώς κατοικεί εκεί τα τελευταία χρόνια, μας μεταφέρει στην ιταλική επαρχία και στα εγκλήματα που αναστατώνουν ξαφνικά μια μικρή επαρχιακή πόλη.

Μια γυναίκα βρίσκεται δολοφονημένη μέσα στο σπίτι της. Ο δολοφόνος, αφού τη στραγγάλισε, της έριξε οξύ στο πρόσωπο και στα χέρια, έτσι ώστε να μην μπορεί να ταυτοποιηθεί. Ο αστυνόμος Τομάζο Καζαμπόνα και η ομάδα του συμπεραίνουν αρχικά ότι πρόκειται για έγκλημα πάθους, αλλά τα συμπεράσματά τους ανατρέπονται όταν αποδεικνύεται ότι το θύμα δεν ήταν η ένοικος του σπιτιού στο οποίο βρέθηκε. Λίγες μέρες αργότερα, παραμονές των Χριστουγέννων, ένα ακόμα πτώμα εμφανίζεται στη μέση μιας πλατείας γεμάτης κόσμο. Η αστυνομία αρχίζει να φοβάται ότι πρόκειται για κάποιον κατά συρροή δολοφόνο, ενώ παράλληλα ο Τύπος αρχίζει να τους πιέζει για αποτελέσματα. Όταν μάλιστα βρίσκουν ένα στοιχείο που τους οδηγεί λίγο πίσω στον χρόνο, σε έναν θάνατο που είχε θεωρηθεί ατύχημα, τότε συνειδητοποιούν ότι ο δολοφόνος, όχι μόνο προετοιμάζει προσεκτικά τα εγκλήματά του, αλλά τους προκαλεί να τον βρουν. Κατά τη διάρκεια της έρευνας προκύπτει ότι ένα γράμμα (το W) χρησιμοποιείται ως σύμβολο-υπογραφή του δολοφόνου μπερδεύοντας ακόμα περισσότερο τους αστυνομικούς που προσπαθούν να καταλάβουν τι συμβολίζει.

Με εξαίρεση τον πρόλογο που είναι γραμμένος σε πρώτο πρόσωπο, ολόκληρη η αφήγηση γίνεται σε τρίτο πρόσωπο, εστιάζοντας όμως πάντα στον αστυνόμο Καζαμπόνα και στις ενέργειές του. Η συνειδητοποίηση ότι πρόκειται για έναν κατά συρροή δολοφόνο παγώνει τη μικρή επαρχιακή πόλη όπου τέτοιου είδους εγκλήματα είναι ασυνήθιστα και οδηγεί τους πολίτες στο να υποψιάζονται ο ένας τον άλλον. Κάθε φορά που η αστυνομία μοιάζει να πλησιάζει τον δολοφόνο, αυτός φροντίζει να τους δίνει ένα νέο θύμα και να τους αποδεικνύει ότι βρίσκεται ένα βήμα μπροστά. Πώς μπορείς να πιάσεις κάποιον που έχει σχεδιάσει και την παραμικρή λεπτομέρεια και δεν έχει αφήσει σχεδόν κανένα ίχνος; Περιμένεις το λάθος του και το εκμεταλλεύεσαι. Μήπως όμως τότε είναι αργά;

Το «Πέντε μικρές αδικίες» μπορεί να μην είναι το μυθιστόρημα που θα συγκλονίσει τον αναγνώστη με ανατροπές και απρόοπτα, είναι ωστόσο ένα ανάγνωσμα αγωνιώδες και γεμάτο αρκετά περίπλοκους φόνους που διαβάζεται με ενδιαφέρον.