Στη σκιά της βίας

Γραμμένο το 2016, το τελευταίο μυθιστόρημα του Φερνάντο Αραμπούρου, με τον τίτλο «Πατρίδα», κέρδισε το 2017, ανάμεσα σε άλλα λογοτεχνικά βραβεία, το Premio Nacional de Narrativa (Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας) της Ισπανίας και ήδη ετοιμάζεται να μεταφερθεί στην τηλεόραση. Δεν είναι λίγοι οι κριτικοί που το χαρακτήρισαν ως «μεγάλο» μυθιστόρημα, ένα έργο που θα γίνει σημείο αναφοράς στις μελλοντικές προσπάθειες να γραφτούν λογοτεχνικά κείμενα γύρω από το θέμα της βασκικής τρομοκρατίας.

Το μυθιστόρημα ξεκινά με την παύση της ένοπλης δράσης της ΕΤΑ το 2011. Η Μπιττόρι, χήρα δολοφονημένου από την ΕΤΑ, πηγαίνει στο νεκροταφείο, μεταφέρει τα νέα στον θαμμένο σύζυγό της και του ανακοινώνει ότι έχει αποφασίσει να επιστρέψει στον τόπο τους, στο χωριό από το οποίο αναγκάστηκε να φύγει μετά τη δολοφονία του. Παρά το γεγονός ότι τα δυο παιδιά της, η Νερέα και ο Σαμπίερ, δεν συμφωνούν με την απόφασή της, αυτή είναι αποφασισμένη να επιστρέψει εκεί όπου ξεκίνησε η δυστυχία της. Θέλει να μάθει τώρα ποιος ήταν αυτός ο κουκουλοφόρος που τράβηξε τη σκανδάλη εκείνη τη βροχερή μέρα. Θέλει να ξέρει τι ακριβώς έγινε. Η παρουσία της στο χωριό φυσικά ταράζει τα νερά. Άνθρωποι που παλιότερα ήταν οι φίλοι και οι συγχωριανοί της, αλλά που ξαφνικά της είχαν γυρίσει την πλάτη υπακούοντας στις εντολές της ΕΤΑ, πρέπει τώρα να συνηθίσουν ξανά την παρουσία της. Αυτή που θα ταραχτεί περισσότερο από την επιστροφή της είναι η Μίρεν, η άλλοτε αδελφική της φίλη, η πρώτη που της γύρισε την πλάτη και της συμπεριφέρθηκε με εχθρότητα όταν ο γιος της, ο Χόσε Μάρι, εντάχθηκε στο δυναμικό της οργάνωσης. Τώρα, η ίδια η Μίρεν έχει τον δικό της σταυρό να κουβαλήσει, με έναν γιο φυλακισμένο τρομοκράτη, μια κόρη καθηλωμένη σε αναπηρικό αμαξίδιο έπειτα από εγκεφαλικό και έναν ακόμα γιο αποξενωμένο. Πώς θα μπορέσουν αυτές οι δύο γυναίκες να συνυπάρξουν στο ίδιο χωριό; Μπορεί το παρελθόν να ξεχαστεί και η ζωή να συνεχιστεί;

Ο βασικός άξονας του μυθιστορήματος είναι η επιστροφή της Μπιττόρι στο χωριό της, αλλά δεν είναι το κυρίαρχο κομμάτι της ιστορίας. Μέσα από τα σύντομα κεφάλαια του βιβλίου, ο αναγνώστης μετακινείται ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, εστιάζοντας στα διαφορετικά πρόσωπα των δύο οικογενειών, στις μικρές προσωπικές τους ιστορίες και τραγωδίες, στο πριν και το μετά το τέλος της φιλίας τους, στο πριν και το μετά τη δολοφονία του Τσάτο. Είναι αυτές οι λεπτομέρειες της ζωής τους που καθιστούν το μυθιστόρημα σημαντικό. Είναι οι προσωπικές αγωνίες, οι στιγμές απόγνωσης, ο διαφορετικός τρόπος αντιμετώπισης του πένθους, η συνειδητοποίηση ότι τα ιδανικά προδίδονται και η ζωή χάνεται γρήγορα και οριστικά∙ όλα αυτά φέρνουν στο προσκήνιο την τραγωδία του βασκικού λαού μέσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Ο συγγραφέας βρίσκεται πιο κοντά στα θύματα, στον πόνο τους, στην αδυναμία τους να αποφασίσουν εάν πρέπει να ξεχάσουν ή να συγχωρήσουν, αλλά σε καμία περίπτωση δεν αποσιωπά και τη βία του ισπανικού κράτους, τα βασανιστήρια των υπόπτων ή των φυλακισμένων. Το μεγαλύτερο προσόν του είναι ότι δεν ηθικολογεί, δεν προβαίνει σε εύκολους εντυπωσιασμούς βάζοντας ταμπέλες σε «καλούς» και «κακούς». Παρουσιάζει αυτούσια την πραγματικότητα της πατρίδας του, το ασφυκτικό περιβάλλον των μικρών τόπων όπου η δύναμη της ΕΤΑ ήταν πιο ισχυρή, όπου η ουδετερότητα δεν ήταν ποτέ επιλογή. Και κυρίως, δεν προσφέρει εύκολες απαντήσεις, δεν δίνει λύσεις σε ένα τέτοιο θέμα που βασάνισε έναν ολόκληρο λαό για δεκαετίες. Θέτει όμως τις σωστές ερωτήσεις: μπορεί μια κατάπαυση πυρός να γυρίσει τον χρόνο και τις σχέσεις που χάθηκαν πίσω; Και οι νεκροί; Ξεχνιούνται; Και οι συγγενείς; Πρέπει να ξεχάσουν, να συγχωρέσουν ή να συνεχίσουν να μισούν όσους τους κατέστρεψαν τη ζωή; Οι απαντήσεις που δεν δίνονται –που ίσως να μην υπάρχουν στην πραγματικότητα– είναι η ώθηση για περαιτέρω σκέψη, για εσωτερική αναζήτηση και το μεγαλύτερο κέρδος του αναγνώστη.

Ένα ιδιαίτερο βιβλίο, με γραφή ταυτόχρονα λιτή και εσωτερική, έξοχα μεταφρασμένο από την κυρία Σπερελάκη, που πρέπει να διαβαστεί και να μην ξεχαστεί. Να είναι υπενθύμιση των όσων χάνονται υπό τη σκιά της βίας.