« Πάρα πολλή ευτυχία;»
Η Άλις Μονρό γεννήθηκε το 1931 και μεγάλωσε στο Οντάριο του Καναδά. Έχει εκδώσει κυρίως συλλογές διηγημάτων και θεωρείται μια από τις πιο γνωστές και σημαντικές διηγηματογράφους παγκοσμίως. Έχει διακριθεί τρεις φορές με την υψηλότερη λογοτεχνική διάκριση στον Καναδά, το Governor General’s Literature Award. Έχει επίσης βραβευτεί από την Ένωση Κριτικών ΗΠΑ κι έχει λάβει το βραβείο Rea για τη συνολική προσφορά της στο διήγημα. Το 2009 της απονεμήθηκε το Man Booker International, για το οποίο ήταν ξανά υποψήφια και το 2007. Το 2013 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου της. Στην Ελλάδα κυκλοφορούν οι συλλογές διηγημάτων της «Πάρα πολλή ευτυχία» και «Μ’ αγαπάει δεν μ’ αγαπάει» κα τα δυο από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
To «Πάρα πολλή ευτυχία» της Άλις Μονρό είναι από τα βιβλία που από τις πρώτες σελίδες τους διαπιστώνεις πως είναι απ’ αυτά που θα μείνουν στη λογοτεχνική ιστορία, για μελέτη και διδαχή.
Τι κάνει, άραγε, ένα βιβλίο τόσο ξεχωριστό;
Η Άλις Μονρό στο βιβλίο της αυτό μέσα από δέκα διηγήματα περιγράφει τη ζωή στη Βόρεια Αμερική. Το ταμπλό των διηγημάτων είναι: μυρωδιές, οσμές, δάση, χιόνια, βροχή, θάλασσα, κύματα, ουρανός, πληγές, αίμα, όνειρα, πάθη, λάθη, άνθρωποι. Οι ήρωες –στην πλειονότητά τους–, είναι άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, ικανοί να αντιστέκονται στις δυσκολίες της ζωής και ταυτόχρονα ικανοί και για την πιο ανατρεπτική πράξη, που μπορεί να οδηγήσει στο μεγαλύτερο καλό και στο μεγαλύτερο κακό: τον θάνατο. Κινούνται μεθυσμένοι από τη ζωή και τις προκλήσεις της και από τα όνειρα που τους εμπνέει να πραγματοποιήσουν. Ελεύθεροι και ανοιχτοί, χωρίς όρια, δισταγμούς και αναστολές, με ευκολία συντροφεύονται, παντρεύονται και κάνουν παιδιά, όντες παράλληλα δυνατοί για να αντέξουν και τη μεγαλύτερη απώλεια: των παιδιών τους.
Η συγγραφέας σαν δεινός σκηνοθέτης στήνει το σκηνικό της, κλιμακώνοντας τα συναισθήματα και την αγωνία, με εικόνες που θυμίζουν κινηματογραφικές ταινίες. Σπίτια σε δάση, ανοιχτά στους κινδύνους όπως και οι ήρωές της. Γυναίκες απομυζούν τη ζωή των συντρόφων τους, κάποιες την ομορφαίνουν, ενώ κάποιες άλλες απλώς μεγαλώνουν και γερνούν. Αλλού, σχέσεις που χάσκουν βαθιά κενά, ζωές που χαράσσονται και ξεσχίζονται από βαθιές τρύπες και ρωγμές. Παιδιά που θέλουν να ενηλικιωθούν μέσα από τις λέξεις των μεγάλων. Παιδιά που μπορούν να αποσιωπήσουν τον Θάνατο. Άνθρωποι σημαδεμένοι, όνειρα και ποίηση λειτουργούν, προκαλώντας την καθοριστική γραμμή της ζωής. Μοιάζουν όλοι να είναι, ντυμένοι και γυμνοί, απέναντι στη ζωή.
Κάθε ένα από τα διηγήματά της έχει την πληρότητα ενός μυθιστορήματος και την αρχιτεκτονική δομή ενός μικρού αριστουργήματος. Η γλώσσα, χωρίς εξάρσεις εκφραστικές, λειτουργεί σαν ένας ευπροσάρμοστος φακός που αφήνει τον ίδιο τον αναγνώστη να σκύψει πάνω από αυτό και να ανακαλύψει την ομορφιά του. Η γραφή της, με ρίζες από το παρελθόν, ενδύεται την προσωπικότητα των ηρώων, δίνοντας ζωντάνια και ανάγλυφη όψη. Γίνεται ώριμη, κυνική, ποιητική, ουδέτερη, μόρτικη, αυθάδικα εφηβική, με αποτέλεσμα να ξαφνιάζει τον αναγνώστη και να τον κρατά κολλημένο στις γραμμές, αλλάζοντας την ταχύτητα και θερμοκρασία του κειμένου, ενώ ταυτόχρονα τον κάνει να βλέπει σαν κύμα να ορθώνεται εμπρός του το επερχόμενο κακό. Στις σελίδες της, ένας κόσμος, λεπτομερώς αποτυπωμένος, παρελαύνει, χωρίς τίποτα το περιττό, ενώ ευφυώς και ανατρεπτικά εξελίσσονται όλα. Ωστόσο, μοιάζει η ζωή να ωθεί τους ήρωες να τα προσπερνούν όλα.
Η Άλις Μονρό δομεί με πλούσια φαντασία και εξαιρετική παρατηρητικότητα ένα ολόκληρο σύμπαν σε κάθε ενότητα, με το οξύμωρο της λιτότητας της έκφρασης. Κάθε διήγημα είναι ένα πλήρες μυθιστόρημα, με έναν πλούτο γνώσεων κρυμμένο στο σεντούκι των σελίδων της. Έτσι, γοητεύει τον αναγνώστη από την απόσταση και το μέτρο με το οποίο ακτινογραφεί τη ζωή των ηρώων, κάνοντας μια τομή της αμερικάνικης/καναδέζικης κοινωνίας, προβάλλοντας τα αδιέξοδα, τους φραγμούς και το ανεξήγητο της χωρίς όρια συμπεριφοράς τους. Ένα σύμπαν ανθρώπινο και συμπαγές και παράλληλα σκοτεινό και υπόγειο όσο η ανθρώπινη ψυχή. Οι ήρωες, με κινήσεις και ενέργειες –πολλές φορές εγκληματικές–, συνεχίζουν τη ζωή διαγράφοντας πορείες εντελώς αντίθετες, δημιουργώντας κοινωνίες εχθρικές, σαρκοβόρες. Ωστόσο, παραμένουν γελαστοί, χαρούμενοι, πολύχρωμοι και ταυτόχρονα ανύπαρκτοι, με το σαράκι και τα ψυχικά ελλείμματα να τους ταλαιπωρούν. Με μόνη κατάκτηση τη συντροφικότητα, που τους δίνει δύναμη για να αντέχουν και να τολμούν. Όμως η ζωή, έξω από τα δικά τους σχέδια, γυρίζει ύπουλα τις σελίδες της και γίνεται μη αναμενόμενα ακαριαία.
Στο σύνολό τους τα διηγήματά της, σαν σονέτα, στην τελευταία παράγραφο κάνουν την ανατροπή, δίνουν τη λύση, την εξιλέωση, την ευτυχία, τον θάνατο. Στο τέλος κάθε διηγήματος υπάρχει πάντα μια αχτίδα, μια ρωγμή προς την ελπίδα: το μέλλον.
Το διήγημα «Πάρα πολλή ευτυχία», που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο, αναφέρεται στη ζωή της Σοφίας Κοβαλέφσκι, μιας γυναίκας που μετακινήθηκε από τη Ρωσία, έζησε σε Γαλλία, Αυστρία και Γερμανία, ερωτεύτηκε, παντρεύτηκε, εμπνεύστηκε από τα μαθηματικά και διεκδίκησε και μέσω της δικής της κατάκτησης επετράπη η διδακτική πανεπιστημιακή έδρα στις γυναίκες. Την ημέρα που πέθαινε από πνευμονία, έχοντας δίπλα της την κορούλα της να χοροπηδά, ψέλλισε το «Πάρα πολλή ευτυχία».
Ο τίτλος «Πάρα πολλή ευτυχία» είναι ειρωνικός; Είναι σαρκαστικός; Ή μήπως ευτυχία είναι να έχεις κατακτήσει τον στόχο σου και να έχεις γεννήσει το μέλλον; Ίσως ναι!
Η μετάφραση της Σοφίας Σκουλικάρη διατηρεί την απόσταση από το κείμενο που θέτει με τη γραφή της η Άλις Μονρό, με αποτέλεσμα η μετάφρασή της να λειτουργεί οξύμωρα καταλυτικά και να φέρνει τον αναγνώστη πιο κοντά.