H ταξιδιωτική γραφή δεν συνιστά λογοτεχνικό πάρεργο, αλλά πεζογραφικό είδος, ως αναπλάθουσα λιγότερο ή περισσότερο φαντασιακά έναν τόπο και μια εποχή. H σύγκριση προς άλλα, λογοτεχνικά, κείμενα καταδεικνύει ότι δεν υπάρχουν στεγανά να την περιχαρακώνουν. Ταξιδιωτική λογοτεχνία έχουμε από τότε που άρχισαν να ασχολούνται συνειδητά με την ταξιδιωτική γραφή οι λογοτέχνες. Στη σύγχρονη ταξιδιωτική λογοτεχνία, η οποία μπορεί να μην είναι αμιγής ως προς το περιεχόμενό της, εμπεριέχεται το δοκίμιο, ο εσωτερικός μονόλογος, ακόμα και η αυτοβιογραφία.

Η ταξιδιωτική γραφή εξελίχθηκε σε ταξιδιωτική λογοτεχνία στα μέσα του 19ου αιώνα. Μέχρι τότε η λειτουργικότητα της ταξιδιογραφίας –ο όρος εμφανίστηκε πρόσφατα, ενδεχομένως από το «travel writing»– υπαγορευόταν αποκλειστικά από τις ιστορικές αναγκαιότητες και τούτο προέκυπτε επειδή το ταξίδι κατά κύριο λόγο εξυπηρετούσε πρακτικούς σκοπούς. Ως λογοτεχνικό είδος η ταξιδιωτική εντύπωση αποκαταστάθηκε την τέταρτη δεκαετία του 20ού αιώνα.

Ως αφετηρία της ελληνικής ταξιδιωτικής λογοτεχνίας έχει καθιερωθεί το έτος 1927, οπότε εγκαινιάστηκε η σειρά Ταξιδεύοντας του Νίκου Καζαντζάκη. Τα βιβλία υπό τον γενικό τίτλο Ταξιδεύοντας καθιερώθηκαν ως πρότυπο, καθιστώντας τον συγγραφέα τους ως το πρόσωπο εκείνο που συστηματοποίησε στην Ελλάδα το λογοτεχνικό είδος ή υποείδος της ταξιδιωτικής εντύπωσης. Τα κείμενα των πρώτων Ελλήνων ταξιδιογράφων παρουσιάζουν αποκλίσεις και διακυμάνσεις. Είναι πάντως γεγονός ότι, εκτός του Καζαντζάκη, εκείνοι που συνδέονται με τη συγκεκριμένη πεζογραφική ενασχόληση, λόγω του πλούσιου έργου και της μακρόχρονης παρουσίας τους στον χώρο, είναι οι Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Κώστας Ουράνης, Ηλίας Βενέζης, Στράτης Μυριβήλης και Πέτρος Χάρης. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο παρατηρείται μια έξαρση ταξιδιογραφικής παραγωγής, με τις καταθέσεις καταξιωμένων συγγραφέων, ενώ από τη δεκαετία του 1950 θα κάνουν την εμφάνισή τους στον χώρο και άλλοι συγγραφείς, ενίοτε με ξεχωριστές αξιώσεις, αλλά δίχως ιδιαίτερη συνεισφορά, με αποτέλεσμα να «απολαμβάνουν» τον τίτλο του επιγόνου.

Στη δεκαετία του 1970 η ταξιδιωτική γραφή δεν κινεί ιδιαίτερα το ενδιαφέρον. Τα περισσότερα των κειμένων που κυκλοφορούν δεν διαθέτουν τις αντοχές να λειτουργήσουν ούτε ως λογοτεχνήματα προς χρήσιν τουριστών. Την επόμενη δεκαετία, παρά την εμφάνιση αρκετών αξιόλογων έργων, το είδος ή υποείδος δεν θα έχει απήχηση στο αναγνωστικό κοινό. Παράλληλα, όμως,  σε μια εποχή που γίνεται ολοένα ερμητικότερη, θα αρχίσει διστακτικά να εμφανίζεται μια αλλαγή στη μορφή, μια νέα αντίληψη η οποία επέτασσε όχι μια απλή παρουσίαση, αλλά μια ερμηνεία, που να εκφράζεται με τρόπο υπαινικτικό. Πρόκειται για μια νέα αντίληψη που ακολουθούσε τα ζητούμενα της σύγχρονης πεζογραφίας.

Τα τελευταία χρόνια του 20ού αιώνα και στα πρώτα του τρέχοντος σημειώνεται μια ποικιλία τόσο στη θεματολογία όσο και στη μορφή. Οι ικανότεροι εκπρόσωποι του είδους, αποκρυσταλλώνοντας τις σύγχρονες προκλήσεις-απαιτήσεις, θα οδηγήσουν τη γραφή τους σε νέους δρόμους προς αποκάλυψη της ψυχής του τόπου. Παράλληλα θα παρατηρηθεί ένας μεγάλος αριθμός καλογραμμένων βιβλίων και από μη «επαγγελματίες» συγγραφείς, με αποτέλεσμα την αναβάθμιση και την εντυπωσιακή διεύρυνση της ταξιδιωτικής γραφής.

Ο Γιώργος Βέης, ποιητής και διπλωμάτης, με επτά ταξιδιωτικά βιβλία από το 1999, δεν είναι μόνο ένας άξιος συνεχιστής του είδους, ουσιαστικά είναι ανανεωτής του. Αξιοποιεί την εμπειρία του από τους τόπους τους οποίους έζησε. Άλλωστε, τα ταξίδια είναι οι ίδιοι οι ταξιδιώτες∙ αυτό που βλέπουμε, στην πραγματικότητα δεν είναι αυτό που βλέπουμε, αλλά αυτό που είμαστε. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι η ματιά του δεν είναι πρόχειρη ή περαστική. Βιώνοντας την καθημερινότητα, λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων, σε μακρινούς τόπους, αποτύπωσε εικόνες, όχι με ματιά έστω κι ενός προσεκτικού-περίεργου τουρίστα, αλλά με διαφορετική αισθητική. Δεν είναι υπερβολή αν μιλήσουμε για ποιητική ματιά∙ θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε ως ποιητική αποτύπωση μιας περιπλάνησης. Η γραφή του είναι διανοητικά αισθησιακή, με αποτέλεσμα τα αισθητηριακά του ερεθίσματα να τον οδηγούν σε ένταση συναισθημάτων. Απότομες εναλλαγές χωρών και ανθρώπων, εικόνες πολύσημες, συναντήσεις απρόβλεπτες, πρωτόγνωρα «πιστεύω», μυστήρια αλλεπάλληλα, μεταμορφώσεις ιδεολογημάτων, ανατροπές ηθών, τα κείμενά του μετεωρίζονται ανάμεσα στην καταδήλωση ενός πεζού ταξιδιωτικού λόγου και στη συνδήλωση μιας ποιητικής υπέρβασης. Όπως και στην ποίηση, διατρέχει με το βλέμμα του την ορατή φύση και το αόρατο εσωτερικό του. Ο ίδιος, αυτοσυστήνοντας παλαιότερο βιβλίο του –Από το Τόκιο στο Χαρτούμ (εκδ. Κέδρος, 2009)– είχε μιλήσει, μάλλον το είχε χαρακτηρίσει «οδηγό αναδρομικών ηδονών» (εφ. Ελευθεροτυπία / Βιβλιοθήκη, 9 Οκτωβρίου 2009).

Χωρισμένο σε έξι κεφάλαια, το τελευταίο βιβλίο του Παντού (εκδ. Κέδρος, 2015), εκτενέστερα όπως το πρώτο για τη Σιγκαπούρη, και ολιγοσέλιδα όπως το καταληκτήριο υπό τον τίτλο «Φινιστρίνι», επανέρχεται σε γνώριμα και αγαπημένα μέρη της διαδρομής του στην Ασία, όπως τα τοπία της Σιγκαπούρης, του Κόλπου της Γουινέας, της Κίνας, της Κορέας, της Εγγύς Ανατολής, αλλά και της Ιαπωνίας.

Σιγκαπούρη, το όνομά της παραπέμπει σε λέοντα, και κατά λέξη σημαίνει η Πόλη του Λέοντος, από τις σανσκριτικές λέξεις «singa» –λέων– και «pura» –πόλις. Ένα ανοιχτό τετράδιο σπασμών της ύλης, ένα δελτίο υπολογισμών της παραγωγικής απόλαυσης. Το νησί περνάει με μεγάλη ταχύτητα από τον έναν κύκλο των δημιουργικών του μεταμορφώσεων στον άλλο.

Επόμενοι σταθμοί του οδοιπορικού του η Κίνα, η Ιαπωνία, η Κορέα, η Γουινέα, όπου ως εξειδικευμένος παρατηρητής εικόνων-ταριχευτής συγκινήσεων, μας μυεί σε έναν πολύχρωμο, πολυπολιτισμικό κόσμο, γεωγραφεί τα πάθη και τα όνειρα των ανθρώπων, την πίστη τους σε διάφορες αξίες, τη γοητευτική παλιλλογία του ξένου κόσμου. Γνώριμα-οικεία μέρη τα περισσότερα, όπου επανέρχεται συναισθηματικά καταθέτοντας παράπλευρες απόψεις μιας χορογραφίας, μέσα από αναμνήσεις και βιώματα, μέσα από τη χαρμολύπη πολλαπλών αφιξαναχωρήσεων, επικαλούμενος τον Γιούκιο Μισίμα: «Τα μάτια του έλαμπαν από την ανυπομονησία και την ενεργητικότητα του ανθρώπου που φεύγει ταξίδι» (Δίψα για έρωτα, εκδ. Καστανιώτη, 1994).

Επικαλούμενος πάλι και ανθολογώντας μια από τις πλέον χαρακτηριστικές αλλά και αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της γαλλικής λογοτεχνίας του περασμένου αιώνα, τον Πολ Μοράν, που σημειώνει πως  «αυτός που περιπλανιέται δεν είναι αντικοινωνικός. Προτιμά απλώς τις μεγάλες σχέσεις» (Ταξίδια, εκδ. Ολκός, 2008), κλείνει την πολυσυλλεκτική σύνθεσή του προσεγγίζοντας τα πάτρια εδάφη, τον Πύργο, ένα από τα ορεινότερα χωριά της Σάμου. Θυμάται και αναπολεί τα έξι καλοκαίρια των παιδικών χρόνων∙ μια παράγραφο αφανή, αλλά όπως αποδείχθηκε δεσμευτική στο πέρασμα των δεκαετιών. Ο Πύργος τού υπαγορεύει αντιδράσεις, μνημονεύει αφετηρίες, προδιαθέτει και διεγείρει εικόνες, ενώ κλείνοντας το συναρπαστικό ταξίδι του, παραθέτει το ποίημά του «Κέρκη», γραμμένο στην Ιάβα, το 2011, στη μνήμη του ποιητή Γιάννη Βαρβέρη.

Γνήσιος ανανεωτής του είδους, της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, ο Γιώργος Βέης, χαρισματικός, αποκαλυπτικός, συναρπαστικός, αφήνει ένα δικό του, εντελώς ξεχωριστό αποτύπωμα μέσα από ένα μοναδικό γλωσσικό πλέγμα. Μπορούμε να μιλήσουμε για συγγραφική λειτουργία που τον τοποθετεί στους σημαντικότερους ταξιδιωτικούς συγγραφείς της γενιάς του.