Φόρον τιμής στην αδελφή της γιαγιάς του (από την πλευρά του πατέρα του) αποδίδει ο καθηγητής και ποιητής Νάσος Βαγενάς μέσα από αυτή την εκ βαθέων ποιητική συλλογή, προϊόν προφανούς εσωτερικής ανάγκης κι οφειλής, έναν μόλις χρόνο μετά την έκδοση του συγκεντρωτικού τόμου με τα ποιητικά του Άπαντα από τον Κέδρο.

Σε αυτήν τη λαϊκά θυμόσοφη γυναίκα αποδίδει εντίμως ο ακαδημαϊκός Δάσκαλος τις πρώτες του ποιητικές καταβολές, φτάνει μάλιστα να ειρωνευτεί ευθέως τους διανοούμενους που είναι αποκομμένοι από την πραγματική ζωή, αφού στον πρόλογό του γράφει: «Ένα βράδυ είπε: “Αρχίζουμε να πεθαίνουμε από τη στιγμή που γεννιόμαστε” – φράση που με τρόμαξε κι έκλαιγα μέρες (δεν έκανε τον κόπο να την εξηγήσει). Θα την καταλάβαινα σαράντα χρόνια αργότερα διαβάζοντας την ίδια φράση σε μια συνέντευξη ενός περιώνυμου διανοητή, που ήταν, όπως έγραφαν πρόσφατα σε μια νεκρολογία του, “κάτι περισσότερο από φιλόσοφος”. Την κατάλαβα γιατί κατάλαβα πως αυτός δεν ήξερε τι ακριβώς ήθελε να πει με αυτή τη φράση» (σελ. 11). Σοφόν το σαφές.

Το πόνημα αυτό στεγάζει Υψηλή Ποίηση από το στόμα μιας απλής γυναίκας του λαού, ασύνειδου όμως φορέα μακραίωνης θυμοσοφίας.

Στο ποίημα που αρχίζει με το γνωμικό «Το μέλι σε κάνει να ξεχνάς» (σελ. 14) παρατηρείται από τεχνικής πλευράς αξιοθαύμαστη ισορροπία αντιθέτων (γεύσεων, χυμών και θυμών, κατά Ιπποκράτη) καταδεικνύοντας έτσι την απόλυτη κατοχή των γραπτών εκφραστικών μέσων από τον έμπειρο λογοτέχνη.

Καβαφικόν το ποίημα που διάλεξα να σας πρωτοπαραθέσω (από τη σελ. 16):

Πιστή δεν ήταν αλλά εκκλησιάζονταν.

                        Της άρεσαν τα Χερουβείμ, οι ολονυχτίες, το θυμίαμα.

                        Ξεχνώντας μια φορά ν’ ανάψει το καντήλι

                        Είπε: «Μόνο τα λάθη είναι δικά μας.

                        Όλα τ’ άλλα τα φέρνει ο ποταμός».

Εξομολογητικά εναργής ο λόγος του, λειτουργεί και ως επιμνημόσυνη δέηση και ως απομνημονεύματα μιας μακρινής παιδικής ηλικίας με ξανακερδισμένο αφηγηματικό χρόνο, όπως στο ποίημα της σελ. 18:

 

Έχω ξεχάσει την παλιά ιστορία

                        που έλεγε για τις λεύκες της Αγια-Βαρβάρας.

Θυμάμαι μόνο τα κλαδιά που κόψαν

                        για να σκεπάσουν τους εκτελεσμένους,

                        τον μαύρο θόρυβο των φορτηγών και το κουτσό

                        σκυλί του Μπάτη που έσκουζε στο φεγγαρόφωτο.

Στο αμέσως επόμενο ποίημα ο έκπαγλος ποιητής μάς αφήνει άφωνους με το πολύσημο ρητό της μυθικής πλέον Πανωραίας: «Οι κάμπιες αγαπούν τους πεθαμένους». Μεταμόρφωση, αλχημιστική μετενσάρκωση αγγίζοντας σαιξπηρικά βάθη της υπαρξιακής αγωνίας ενός μυθικού πρίγκιπα της Δανιμαρκίας, που είχε την ατυχία να έχει το ίδιο όνομα με τον πατέρα του και να είναι και γιος-εκδικητής του αδικοσκοτωμένου!

Όμως ανθολογώντας κι αυτή τη συλλογή για «Τα ποιήματα του 2016» που ετοιμάζουμε με τον ποιητή Γιώργο Χ. Θεοχάρη για τα «Δέκατα», προτείνω το πιο κάτω ποίημα για τη δραματική ευθυβολία και τη μουσική λακωνικότητά του:

Ο Καραμπέτσος δεν μπορούσε

να περιμένει άλλο – είχε πει

στις δώδεκα. Κι έστειλε πάλι

τον χωροφύλακα να του τη φέρει

στο Τμήμα σηκωτή.

 

«Καλό και τούτο», είπε μόλις γύρισε.

«Να πάψω την κατήχηση! Ποια κατήχηση;

“Αυτή που ξέρεις”, φώναζε “γιατί αλλιώς

θα πας εκεί που είναι ο ανεψιός σου,

κι ακόμα πιο μακριά”».

Σκέφτηκε λίγο αφήνοντας το σίδερο:
«Ποιος ξέρει τι τον είπε αυτή η σκρόφα

η Καβαλιώτισσα, που τη λιγουρεύεται.

Προχτές με κοίταζε περίεργα που έλεγα

στον γαλατά πως το καλό μου χέρι

είναι το αριστερό».

«Η ποίηση είναι λόγος που χορεύει», μας έμαθε ο καθηγητής μου στο μάθημα της Ιστορίας και Θεωρίας της Λογοτεχνίας στο Θεατρικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου φοίτησα από το 1990 έως το 1995 κι αποφοίτησα με άριστα. Κι εδώ δεν ισχύει το «δάσκαλε που δίδασκες», γιατί πρόκειται ακριβώς για λόγο αρμονικό, δραματική ποίηση υψηλών προδιαγραφών και αισθητική ευστοχία μεγάλου βεληνεκούς.

Συνάντησα λοιπόν τον γραπτό λόγο του Δασκάλου μου κι από αυτό το μετερίζι, της Κριτικής, και –πιστέψτε με– δεν του χαρίστηκα καθόλου (όπως θα διαπιστώσατε από τα παραθέματα), εξάλλου ούτε κι αυτός μού χαρίστηκε, ποτέ… Δεν θα το καταδεχόμουν, δεν θα έμπαινε στον κόπο. Οι ποιητές, αυτοί που γράφουν με το αίμα της ψυχής τους, είναι περήφανοι και δεν περιμένουν τίποτα από κανέναν.

Σε ένα μάθημά του, θυμάμαι, μας είχε πει ότι πολλοί λογοτέχνες δίπλα στο επίσημο, σοβαρό τους έργο, φιλοτεχνούν κι ένα άλλο παράπλευρο, που είναι ίσως σπουδαιότερο και σημαντικότερο από το πρώτο. Μήπως το ίδιο συμβαίνει και με αυτή την κομψή συλλογή;

Βρήκα έναν ποιητή, εφηβικά αιρετικό, γεμάτο χιούμορ και χωρίς καμία επίφαση αυθεντίας, αλλά με την απλότητα τού παιδιού, που ανακαλύπτει τον κόσμο κι απορεί, ξανά και ξανά, μέχρι την τελευταία του αναπνοή, που ελπίζω –στη συγκεκριμένη περίπτωση– να αργήσει πολύ. Γιατί εγώ, σαν επαρκής αναγνώστης, ως λάτρης της Ποιήσεως, περιμένω πολλά ακόμα από τον λογοτέχνη Νάσο Βαγενά, πολύ μακριά και πέρα από τα εκδοθέντα ποιητικά «Άπαντά» του.

Ξέρετε, ξύλινη η γλώσσα του λεγόμενου «καθηγητικού κατεστημένου» (ας το πούμε έτσι, συμβατικά, στην ιδιόλεκτο των επαναστατημένων εφήβων) κι όταν είσαι και ποιητής, τότε νιώθεις γιατί χρειάστηκε να δέσουν τον Οδυσσέα όταν περνούσε κοντά από τις Σειρήνες. Για να μην πέσει στο μαύρο πέλαγος της Ζωής φυσικά. Για να μην ζήσει μέχρι την τελευταία ικμάδα του κορμιού του μέχρι να αυτοπυρποληθεί. Χωρίς καμία έγνοια για το «πολιτικώς ορθόν», χωρίς καμία ανησυχία για το τι θα σκεφτούν, τι θα πουν και τι –ακόμα χειρότερα– θα πράξουν οι «τα φαιά φορούντες».

Μέχρι τώρα νόμιζα ότι και ρηξικέλευθος ποιητής και καθηγητής πανεπιστημίου στην Ελλάδα δεν γίνεται. Ο Νάσος Βαγενάς είναι η πρώτη εξαίρεση. Ελπίζω να ακολουθήσουν κι άλλοι. Εννοώ ποιητές, όχι καθηγητές. Από δαύτους έχουμε περισσότερους ίσως απ’ όσους χρειαζόμαστε κι απ’ όσους αντέχει ο κρατικός προϋπολογισμός στα ατσαλένια χρόνια της Κρίσης.

Χαιρετώ τον καθηγητή μου Νάσο Βαγενά ως ποιητή κι αναγνωρίζω τον ποιητή Νάσο Βαγενά ως Δάσκαλό μου στην αενάως ανωθρώσκουσα ατραπό της Ποιήσεως που οίηση δεν καταντάει. Ποτέ. Οι αληθινοί ποιητές δεν τα χρειάζονται αυτά. Ούτε καν τα «εύγε» μας. Κι ο καλός μας ο λόγος ακόμα τους ενοχλεί ενίοτε. Τους αποσπά από την ιερά χώρα της έμπνευσής τους (ας το πούμε έτσι, συμβατικά). Αφού «έμπνευση» δεν υπάρχει, παρά μόνο μια φωνή πάλλουσα από σωματικές-ψυχικές-νοητικές-πνευματικές εκστάσεις (ταυτοχρόνως).

Περιμένω με αγωνία το επόμενο ανεπιτήδευτο, αγνό κι αφκιασίδωτο ποιητικό κόσμημα τού Νάσου Βαγενά.