Ευωδία στίχων

Καθένας διατηρεί άγρυπνο το τραγούδι του

που το λούζει η μελωδία του

όλα τα μερόνυχτα της ζωής του

Η ψυχή του τραγουδάει τους στίχους

κάθε που χαράζει και κάθε που δύει

ο παντοκράτωρ ήλιος

πότε με χρυσοχαμόγελο και πότε με απέριττη θλίψη

Άδει στο accelerando ή στο ritartando

της ροής της σερενάτας

που ακτινοβολεί στα καλοκαίρια και στους χειμώνες

Καθένας επιπλέει στη ζωή

σε adagio con spirit ή σε allegro con brio

φορώντας τον παλμό στα χείλη του

φέροντας τον ύμνο μέσα του

ως δοξολογία ή ως ανησυχία

στις ένδοξες ή στις πένθιμες μέρες

Όπως ο καθένας ψάλλει το άσμα του

είναι σαν να ανέρχεται στους ουρανούς

και η φωνή του κεντά τα νέφη

που ανταμώνει στο διάβα της

Καθένας εξυμνεί τη χαρά ή το μαράζι

σε αιθέρες ρόδινους ή ζοφερούς

για να τους διασχίσει και να περιπλανηθεί

μέχρι να φτάσει στην εχέμυθη σελήνη

για να της αφηγηθεί άρρητα μυστικά

και να τη συγκινήσει

Κι από την ευωδία των στίχων

και τη θριαμβευτική της μελωδίας διείσδυση

να την ακούει ατέρμονα

στο adagio ή στο allegro

της μεγαλοσύνης του σύμπαντος

και του Δημιουργού του!

Απ’ όλα τα ποιήματα αυτής της πλούσιας ποιητικής συλλογής-κοσμήματος διάλεξα αυτό για το δοξαστικό του ύφος και το απογειωτικό του ύψος, για τον ενθουσιώδη ρυθμό και την απαράμιλλη εικονοποιΐα του. Είναι το πλέον σύνθετο κι εξελιγμένο από τεχνικής πλευράς. Σκέφτομαι πως το να ασχολούνται οι άλλοι συνδημιουργικά με το έργο σου σε αναγκάζει κι εσένα να το δεις από κριτικής πλευράς, να δοκιμαστείς στον καθρέφτη του κοινού και να εξελιχθείς! Γι’ αυτό, να αγαπάμε τους ποιητές!!! Το χρειάζονται και το δικαιούνται. Είδος «υπό προστασίαν» αλλά όχι και «υπό εξαφάνισιν» (ούτε φυσικά «προς εξαφάνισιν», που σημαίνει κάτι τελείως διαφορετικό κι αποτρόπαιο).

Αποφεύγοντας κάθε γλωσσοπλαστική επιτήδευση αλλά όχι και τις σπάνιες λέξεις (όπως «ευδία», «αιέν», «θύμησες» – άλλοτε με ήτα κι άλλοτε με γιώτα), η ποιήτρια Έμυ Τζωάννου συνθέτει ένα ηλιολατρικό υφαντό ως Πηνελόπη μετά την επάνοδο του Οδυσσέα όταν δεν μπορεί πια να ονειρεύεται τον χωρισμό και την επανένωσή τους. Αυτή την αίσθηση μου δίνουν όλα τα ομοιοκατάληκτα «μου» και «σου» χωρίς απαραιτήτως και το «μας» ως οντότητα, παρά μόνον ως ποιητική ουτοπία, έτσι που φαντάζεσαι πως ο άλλος ενδεχομένως να μην υπάρχει και η ομιλούσα ποιητική φωνή να οραματίζεται το Άχρονο, το Ασύλληπτο, το Απραγματοποίητο και για τούτο Ασύλητο. Η νεορομαντική ποίηση από τον δέκατο ένατο αιώνα (με την Αθηναϊκή Σχολή) και μέχρι σήμερα, περνάει συνήθως μέσα από έναν ηθογραφικό φυσιολατρισμό, έναν φετιχισμό του τοπίου, έτσι όπως το γνωρίζουμε (και το εξιδανικεύουμε) στη Μεσόγειο.

Κι αν δεν υπήρχε ο όρος «θηλυκή ποίηση» θα έπρεπε να τον επινοήσουμε για την άφατη δεκτικότητά της, την παθητική ανωτερότητα, το αδιαμφισβήτητο μεγαλείο μιας Μεγάλης Μητέρας Θεάς καθηλωμένης στον θρόνο της, βολεμένης, κολακευμένης από τη λατρεία των πιστών, που σχηματίζουν ουρές μέσα στους αιώνες για να προσκυνήσουν τη Χάρι της. Είτε λέγεται Αφαία, Αθηνά, Ελλάδα, Θάλαττα, Παν-γαία, είτε λέγεται «η Παράδεισος», η Εδέμ, η Εδέντια, είτε Ελευθερία, είτε Δικαιοσύνη – Νέμεσις – Θέμις, η ΟΥΤΟΠΙΑ καλά κρατεί τα ριζά της στις βραχονησίδες και τις άγονες βουνοκορφές του Αιγαίου, λες και κάποιος Γίγαντας, κάποιος Τιτάνας θύμωσε και σταμάτησε να κρατάει τη χερσόνησο του Αίμου στην πλάτη του!!!

Σαφώς και είναι ανθρωποκεντρική, ελληνορωμαϊκή, εξιδανικευμένη κι ελληνική η ποίηση της Έμυς Τζωάννου – ίσως από τις πιο καθαρές λυρικές φωνές στην αυγή του εικοστού πρώτου αιώνα.

Ευτύχησε να εύρη μεταφράστρια την αγαπητή, την υπερ-επαρκή, την ποιητική, τη συνδημιουργική, την ανώτερη πνευματικώς και για τούτο γενναιόδωρη Παρασκευή Μόλαρη, που έδωσε νέα πνοή στα ποιήματα της Έμυς Τζωάννου, ακόμα και στα πρωτοτυπωμένα της! Πολλές φορές θαύμασα τη μεταφραστική δεινότητα της Παρασκευής Μόλαρη, γιατί μου άρεσε το μετάφρασμα περισσότερο από το πρωτότυπο. Χάνονταν αυτά τα πολλαπλά «μου», «σου», «του»… διαλύονταν σε μια θάλασσα γαλήνης κι αρμονίας.

Εκπληκτική η δουλειά του Καθηγητή Δημήτρη Φίλια, λογοτέχνη και μεταφραστή, επιστήμονα επιμελητή της σειράς αυτής των γενναιόφρονων εκδόσεων Γρηγόρη, που επιμένουν μέσα στην Κρίση ελληνικά και πανευρωπαϊκά μέσα από τις πιο αγαπημένες γλώσσες όλων των λαών της Γης, μέσω και διά της γαλλικής γλώσσης κι ανυπέρβλητης ρυθμολογίας, αφού συνδυάζει όλα τα καλά ελληνορωμαϊκά στοιχεία με τα κέλτικα και τα σαξονικά. Τα γαλλικά είναι η γλώσσα που αναδεικνύει ποιητές, εκείνους που το αριθμητικώς περιορισμένο μεγαλείο της ελληνικής γλώσσης θα καταδίκαζε σε μια αιώνια αναδελφότητα… [ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός]. ΟΙ Γάλλοι, οι Ευρωπαίοι απαξάπαντες οφείλουν πολλά στην Ελλάδα κι εμείς τους οφείλουμε την άρση της μοναξιάς μας, τη διεύρυνση των συνόρων μας, την αγάπη της ματιάς μας, την Ισότητα, την Ελευθερία, την Αδελφοσύνη μας… Είθε τα ιδανικά του Διαφωτισμού, τα συνθήματα της Γαλλικής Επανάστασης να χαράσσονται πάντα με γράμματα ανεξίτηλα στις καρδιές όλων των ανθρώπων απανταχού της Γης. Έτσι μόνον μπορούμε να πιστεύουμε, να ελπίζουμε και να δουλεύουμε για την καινούργια Αναγέννηση που θα λάμψει ανυπερθέτως πάνω από τα σκοτάδια του Υλιστικού Τεχνολογικού Μεσαίωνα…

Ποιητικές φωνές όπως της Έμυς Τζωάννου, όπως μεταπλάστηκε στη γαλλική γλώσσα από τη μοναδική Παρασκευή Μόλαρη, υπό την εποπτεία και χάρη στην επιμέλεια του Καθηγητή Δημήτρη Φίλια, δείχνουν πολλά σημάδια ανάκαμψης κι εγγράφουν ομόλογα αισιοδοξίας στο Χρηματιστήριο Αξιών ενός κόσμου άλλου, εκείνου που επανέρχεται αδιάκοπα στα όνειρά μας και διεκδικεί τα απαράγραπτα δικαιώματά του.

Σας ευχαριστώ για την τιμή να μελετήσω, να διαβάσω (και να γράψω για) αυτό το βιβλίο, το πρώτο από μια σειρά αριστουργημάτων, σύγχρονων λογοτεχνημάτων μεταφερμένων στη γαλλική γλώσσα χάρη στον Καθηγητή Δημήτρη Φίλια, τη μεταφράστρια Παρασκευή Μόλαρη και φυσικά χάρη στις περιώνυμες «Εκδόσεις Γρηγόρη».