«Στα από κάτω χωράφια»

Σε πολλές συζητήσεις και ομιλίες σχετικά με το ελληνικό Φανταστικό, έχω πάντα τη σταθερή άποψη ότι καταρχάς ξεκινάς από τις δικές σου παραδόσεις και τις μπολιάζεις στη συνέχεια με στοιχεία, εικόνες κ.λπ. από άλλες επιρροές. Και η ελληνική παράδοση κρατά φυλαγμένο ένα τεράστιο σεντούκι γεμάτο ιστορίες, θρύλους, αλλά και δημοτικά τραγούδια, που ξεκινούν από τη φαντασία και φτάνουν στον γνήσιο, απόλυτα σκοτεινό, τρόμο. Στην Ελλάδα τα πράγματα ξεκίνησαν ανάποδα: όσοι αγαπούν τη φαντασία και τον τρόμο, ή γράφουν και ανάλογα βιβλία, προσέγγισαν το είδος μέσω ξένων συγγραφέων και των δικών τους παραδόσεων, που εκείνοι καθόλου δεν περιφρονούσαν όπως εμείς τη δική μας. Το γιατί στην Ελλάδα παράδοση θεωρήθηκε μόνο το φολκλόρ «Πάσχα στο χωριό» και τα συναφή έθιμα, και όλα τα υπόλοιπα πρέπει οι νεότερες γενιές να τα ανακαλύψουν ξανά με δική τους έρευνα, είναι μία μεγάλη συζήτηση. Το σημαντικό είναι ότι υπάρχει πλέον ένα σημαντικός αριθμός Ελλήνων συγγραφέων που ανατρέχει, ερευνά, εμπνέεται και γράφει ανοίγοντας αυτό το κλειδωμένο σεντούκι της δικής μας παράδοσης – άλλωστε είχε πάντα τα κλειδιά, κι ας ήταν ξεχασμένα και σκουριασμένα.

Οι «Παγανιστικές Δοξασίες της Θεσσαλικής Επαρχίας» του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη, που με χαρά έμαθα ότι βρίσκονται ήδη στην τρίτη έκδοση, αποτελούν ένα εξαιρετικό δείγμα αυτής της εκ νέου ανακάλυψης των ελληνικών λαϊκών θρύλων και δοξασιών. Η ουσιώδης διαφορά όμως είναι ότι τις αφηγήσεις αυτές δεν τις χρησιμοποιεί αυτούσιες, όπως παραδόθηκαν από τους παλιούς, αλλά ως υλικό και ως έμπνευση για να δημιουργήσει τις δικές του ιστορίες, ταξινομημένες μέσα στο βιβλίο σύμφωνα με περιοχές της Θεσσαλίας: Βλαχοχώρια, Καραγκουνοχώρια, Δρακοχώρια και Πόλεις του κάμπου. Ο συγγραφέας δεν λειτουργεί ως λαογράφος για να καταγράφει, αλλά ως μυθοπλάστης για να γεννά ιστορίες. Μεταπλάθει τις λαϊκές δοξασίες σε λογοτεχνία με τη δική του οπτική και τη δική του φωνή: φωνή καθαρή και απόλυτα διακριτή στα μικρά διηγήματα της συλλογής, και αυτό είναι ήδη μεγάλο επίτευγμα για έναν πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα.

Η γραφή του, φρέσκια, ρέουσα, λυρική και με μία σκοτεινή, ισχυρή φλέβα να την ποτίζει και να τη διατρέχει, είναι το δεύτερο επίτευγμά του. Κυρίως γιατί παίρνοντας τα σύμβολα και τα μοτίβα από τη λαϊκή παράδοση, καταφέρνει να φτιάξει κάτι νέο και να το αποτυπώσει με τέτοιο τρόπο με τη γραφή του ώστε να γεννά τόσες εικόνες: όχι μόνο μέσα στις σελίδες του βιβλίου όταν το διαβάζεις, αλλά και μέσα στο μυαλό του αναγνώστη, που τις εντυπώνει ολοζώντανες. Και ακόμα περισσότερο, σε ένα πιο βαθύ επίπεδο, οι εικόνες που δημιουργεί ξυπνούν εκείνα τα ξεχασμένα μέσα μας, αυτά που ξέρουμε από τις ρίζες μας και κοιμούνται κάτω από τόσα στρώματα «πολιτισμού» ή πιο σωστά, εξημέρωσης, «στα από κάτω χωράφια», για να δανειστώ έναν τίτλο από τα διηγήματά του. Κι αυτό το στρώμα γνώσης, βρίσκεται πιο βαθιά από τις παραδόσεις κάθε λαού, στα κοινά για όλο το ανθρώπινο είδος αρχέτυπα. Και για να το πω πιο απλά, διάβασα σε δύο βράδια τις ιστορίες της συλλογής, και τα όνειρά μου ήταν γεμάτα από αυτές…