Η ανάγκη φυγής από το φτενό σαρκίο της ύλης, η ποιητική πτήση σε άλλες διαστάσεις, πάνω από τα φαινόμενα και το αναπόδραστο Κάλλος συνεκτικό. Ο θάνατος ως εμμονή, αποφυγή κι έσχατο καταφύγιο. Η μοναξιά των ανέφικτων πλέον ερώτων και η καρδιά άνυδρη, αδυνατεί να μιμηθεί τα αισθήματα και τους παλμούς περασμένων κατακτήσεων. Ναι, ο έρωτας κατακτάται κι ο θάνατος αποδίδεται στο ποιητικό σύμπαν της Ραλλούς Γιανουσσοπούλου. Θάνατος όχι ως τιμωρία, αλλά ως φυσική ανάπαυση όταν όλα έχουν προδοθεί και το σώμα αδυνατεί να συνενώσει τα νήματα που τείνουν ασύμβατα στο χάος. Όμως αυτή η προσφυγή στο μοιραίο και η επίκλησή του είναι ερωτικά ναρκισσιστική. Η επίκληση του Τέλους ενέχει την ασίγαστη επιθυμία για ζωή, τη δίψα για φιλί, την πείνα για το άγγιγμα του Άλλου, που τώρα πια είναι μακριά αφού το νεανικό Κάλλος έδωσε τη θέση του στην ώριμη δυσθυμία. Από τη Σαπφώ και μετά, γενιές ολόκληρες ποιητριών τραγουδάνε πάντα αυτό το θέμα: την αιώνια φθορά και την ανάγκη της ψυχής για το υπερβατικώς άφθαρτο. Η κάθε εποχή με τα δικά της στολίδια. Κάθε αιώνας με τις δικές του πρόσθετες αγωνίες ή επαναπαύσεις. Όμως το ζητούμενο είναι πάντα το ίδιο: η ένωση με το Άλλο, με το Έξω, με τη θαλπωρή του εξωγενούς αγχολυτικού προστάτη, η κατασίγαση της αγωνίας του θανάτου και της ανασφάλειας μπροστά στην ασθένεια, και στην ανημπόρια κάθε είδους που φέρνει η ωριμότητα και η πάροδος του Χρόνου.

Ποιήματα – κόκκοι της άμμου σε κλεψύδρα ερωτική είναι τα ποιήματα αυτά της Ραλλούς Γιανουσσοπούλου, που σπούδασε ζωγραφική, συναναστράφηκε εικαστικούς και ποιητές και τώρα ζωγραφίζει στο χαρτί με ελάχιστες λέξεις, προσεκτικά επιλεγμένες, χωρίς καμία εκζήτηση. Απεικονίζει τους πόθους και τις πίκρες της καρδιάς της. Μινιμαλισμός, αναζήτηση του ουσιώδους, ακύρωση της έξωθεν θορυβώδους φλυαρίας, καταφυγή στο απαραίτητο: για την τροφή της ψυχής που λιμοκτονεί στον υπερκαταναλωτικό δυτικό πολιτισμό μας και η κρίση ίσως την επαναφέρει σε πιο ουσιώδεις καταστάσεις. Τότε που ήμασταν πιο ανθρώπινοι, τότε που γνωρίζαμε την αξία της αλληλεγγύης, τότε που η κάλυψη των ατομικών αναγκών περνούσε μέσα από την ομάδα και την κοινωνία, γενικότερα.

Στο μεταίχμιο δύο κόσμων και δύο ηλικιών, η ποιήτρια, αιώνια έφηβη κι απρόσμενα σοφή, αρνείται να καταφύγει σε πόζες και τσιτάτα κάθε είδους: αρθρώνει τον δικό της λόγο με μια καθημερινή ιδιόλεκτο, αποφεύγει την εκζήτηση και περιμένει: τη δόξα του τέλους μέσα από την ελπίδα μιας νέας αρχής. Ναι, βρίσκω απολύτως «μεταφυσική» την ιδεολογία κάτω από τα ποιήματα-τεχνουργήματα της Ραλλούς Γιανουσσοπούλου. Το σαρκίο, ως άδειο πουκάμισο – φθαρμένο από τα χρόνια στο γιακά και στα μανίκια – αναμένει τη νεκρή πυρά που θα το ανακυκλώσει σε στάχτη, τη στάχτη που σμίγει με τα αποκαΐδια της καρδιάς, όμως προσφυώς παρατηρεί η ποιήτρια στις «Καύσεις»: Είπα πως είμαι υπέρ της καύσης / των νεκρών. Και τι θα την κάνουμε / τόση στάχτη – αντέτεινα – / έχουμε με το παραπάνω από / την τέφρα της ψυχής μας (σ. 33).

Οι άλλοι είναι πάντα ηρωικοί και άγιοι για τη Ραλλού Γιανουσσοπούλου. Τα ποιήματα που αφιερώνει σε άτομα είναι δοξαστικά. Ακόμα κι ένας γάτος της –που μάλλον πια είναι νεκρός– λαμβάνει υπερφυσικές διαστάσεις στη φαντασία της. Αυτό σημαίνει ότι έζησε πάντα σ’ ένα φαντασιακό σύμπαν που όλοι οι άλλοι –οι σημαντικοί κι ενδιαφέροντες για εκείνην– στέκονταν σε βάθρα, από τα οποία ήταν αναπόφευκτο κάποια στιγμή να γκρεμιστούν ή να αποκαθηλωθούν. Αυτό το στοιχείο της προδοσίας είναι σημαντικό στη θεματική και στην έμπνευση της ποιήτριας: ακόμα και το σώμα μάς προδίδει. Ο Θάνατος δεν είναι αντίδοτο του Έρωτα: είναι καταφυγή κι ελιξίριο όταν όλα μάς έχουν προδώσει.

Μια ουσιαστική φωνή, μια ποιήτρια κρυμμένη στο μισόφωτο, ένας λόγος στέρεος χωρίς περιττά ψιμύθια. Υποκλίνομαι.