Ένα βιβλίο που πολλοί πολύ θα ήθελαν να το έχουν γράψει αυτοί!!! Δεν είναι εύκολα πράγματα αυτά, μα προϊόντα μεγάλης βασάνου, επιμονής κι εμβριθείας αδιαλείπτου. Η γνώση δεν αρκεί, μήτε το λεγόμενο «ταλέντο». Είναι άπειρες εργατοώρες που βρίσκονται στη βάση κάθε σημαντικού πνευματικού έργου. Ο θεμέλιος λίθος είναι βέβαια πάντα η αγάπη για ένα είδος, ένα πρόσωπο, μία λέξη, μία ιδέα. Τα άλλα έρχονται μετά. Και για τους περισσότερους …δεν έρχονται. Γιατί τους λείπει η εργατικότητα της μέλισσας και τους περισσεύει η ορμητικότητα του κριού, πολιορκητικού ή μη. Ο Παντελής Μπουκάλας δεν επιχειρεί να παραβιάσει ανοιχτές πύλες. Το αντίθετο! Φωτίζει με καινοφανή τρόπο το οικείον προκειμένου να αναδείξει την αλλοδιαστασιακή ετερότητά του. Ας μου συχωρεθεί ο τόσος ενθουσιασμός, αλλά σπανίως βυθίζομαι σε τόσο πυκνογραμμένες, γέμουσες νοήματος κι ευανάγνωστες σελίδες…
Ιδιαίτερα απόλαυσα το κεφάλαιο «Και οι άγιοι έχουν οργή» σε αυτό το πραγματικά μνημειώδες έργο του πολυγραφότατου, εμβριθέστατου και υπερ-επαρκούς αναγνώστη κειμένων άλλων, αφού ο ίδιος είναι ήδη σημαντικός, καταξιωμένος και βραβευμένος ποιητής, μεταφραστής, επιμελητής και δοκιμιογράφος [ατέλειωτη η σειρά των ιδιοτήτων που επισωρεύει ο γεννηθείς το 1957 στο Λεσίνι του Μεσολογγίου Παντελής Μπουκάλας, που αποφοίτησε από την Οδοντιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (!!!) αλλά τον κέρδισε η εγγενής, η έμφυτη και καλλιεργημένη αρχαιογνωσία του κι η αγάπη για την ελληνική γλώσσα, για τη ζωντανή λαλιά που κουβαλάει στη νεροσυρμή του Χρόνου ψήγματα πολυτίμων λίθων και ημιπολυτίμων πετρωμάτων, ανάγλυφων από τη μανία των στοιχείων και στρογγυλευμένων από τη διαμεσολαβημένη ή άμεση μετάδοση, προφορική ή γραπτή….]. Από τη σελίδα 292 λοιπόν και μετά θαύμασα ιδιαίτερα τον τρόπο που παρουσιάζει και δομεί την αναφορά του στα νεκρολογικά επιγράμματα του ιεράρχη Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, μερικά από τα οποία λειτουργούν και «ηχούν σαν κατάρες εναντίον των συγκαιρινών του τυμβωρύχων. Και φαίνεται πως υπήρχαν καμπόσοι, με την ειδικότητά του ο καθένας κι όλοι τους αδίστακτοι: Άλλοι άρπαζαν υλικά από πλούσιους τάφους εθνικών για να στολίσουν τάφους χριστιανών μαρτύρων, ενώ άλλοι κορφολογούσαν ποικίλα αντικείμενα από ήδη εμπλουτισθέντες τάφους μαρτύρων για να διακοσμήσουν το μνημείο συγγενούς. Το γεγονός ότι ο ναρκισσισμός και η μανία της επίδειξης (και της αυτάδελφής της, της προσποίησης) αντέχουν και επί θανάτου, λέει πολλά. Και στενάχωρα. Είναι τόση λοιπόν η οργή του αγίου που έναν τρόπο βρίσκει να ξεσπάει βίαιη ή άσχετη, ακατάσχετη: αυτόν που ετοίμασε και καλλιέργησε σε βάθος η παράδοση. Και δεν είναι άλλος από τη δημιουργία μειωτικών επιθέτων. Όσο βαρύτερος ο ήχος τους, θα σκεφτόταν ίσως ο Γρηγόριος, τόσο μεγαλύτερη η αποτρεπτική τους ισχύς. Αν μάλιστα οι λέξεις χαράζονταν πάνω στο μνήμα, όπως δικαιούμαστε να υποθέσουμε ότι έγινε με ορισμένα τυμβωρυχικά επιγράμματα, οι υποψήφιοι κλέφτες θα τρόμαζαν μπροστά στη βιαιότητά τους. Κι ίσως να τρόμαζαν ακόμα περισσότερο αν δεν τις πολυκαταλάβαιναν, καινοφανείς όπως ήταν, και τις περνούσαν για σκοτεινά ξόρκια» (σελ. 293). Αν διάλεξα αυτό το διαφωτιστικό απόσπασμα είναι για να σας καταδείξω και να επαληθευτεί για πολλοστή φορά η πλήρης κατοχή των γλωσσικών του μέσων, αλλά πάνω από όλα η μεγαλοφυής κριτική ικανότητα του Παντελή Μπουκάλα, ο οποίος δίνει [υποδορίως] μιαν άλλη (σκόπιμη ή υπο-συνείδητη) συνειρμική διάσταση στις νεολογιστικές απόπειρες διαφόρων διανοουμένων της εποχής μας, οι οποίοι εκτός από την προφανή σκοπιμότητα διόγκωσης του ρηχού «εγώ» τους επιδιώκουν αναλόγως να θολώσουν τα νερά της γραπτής τους έκφρασης ιδεών προκειμένου να τους προσδώσουν ένα ανύπαρκτο βάθος και να κρύψουν έτσι, με τερτίπια «ελέγχου του Νου» (κοινώς…“mind control”), την έλλειψη αυτοεκτίμησης μέσα από τον Φόβο. Ένα είδος διανοουμενίστικης τρομοκρατίας δηλαδή… Τα συμπεράσματα δικά σας. Αυτό που φανερώνει εδώ ο υπερ-επαρκής ερευνητής, μελετητής και ουσιαστικός γνώστης των γλωσσικών φαινομένων και του λογοτεχνικού βάθους αλλά και του υφολογικού ύψους μνημείων αλώβητων από τον Χρόνο, όπως είναι καθομολογουμένως τα δημοτικά μας τραγούδια, είναι –κατά την ταπεινή μου γνώμη, πάντα– ότι το ουσιαστικό κι ουσιώδες, το σμιλεμένο από τον Καιρό δεν χάνεται κι ουδείς δύναται να του στερήσει την αξία. Παρά την πάνδημο αναξιοκρατία και την έλλειψη μέτρου, τη δυσλειτουργία των θεσμών, πνευματικές οντότητες, σαν του Παντελή Μπουκάλα, επιβεβαιώνουν τον κανόνα κι αποτελούν φαεινές εξαιρέσεις σε μία μετριοκρατούμενη κοινωνία, με τη δικτατορία των ηλιθίων να προσπαθεί, ανεπιτυχώς πάντοτε, μόνο κάτι βραχυπρόθεσμες «παράπλευρες απώλειες» να απαξιώσει τις εξέχουσες πνευματικές μορφές και να «λιμάρει» τις κορυφές των οροσήμων για να μοιάζουν λόφοι, λοφίσκοι, τύμβοι και «τούμπες» αηδών αοιδών και άλλων ασπονδύλων αναρριχωμένων. Όταν λοιπόν κι οι άγιοι οργίζονται και βυσσοδομούν, εμείς οι ταπεινοί άνθρωποι, επίμονοι τεχνίτες του λόγου, οφείλουμε να ακολουθούμε το παράδειγμά τους, νεολογίζοντας εν ανάγκη. Οι «ματαιοκάματοι» [ας μου συγχωρεθεί ο όρος] ας μελετήσουν (αν τολμούν) αυτό το επιστημονικό μελέτημα του Παντελή Μπουκάλα, με λογοτεχνικότητα αναμφισβήτητη κι αξία αυταπόδεικτη!!! Το Φως δεν γίνεται να το κρύψουν κάτω από το χαλί και να πατήσουν πάνω του…