Αναζητώντας τον έρωτα σε μια πόλη που καίγεται
Θα μπορούσα να διαλέξω να βάλω αρκετούς υπότιτλους σε αυτή την κριτική, όπως «Μια γενιά αναζητά ελπίδα για το μέλλον», ή «Αθήνα, ένα όμορφο πεδίο μαχών». Όποιον κι αν διάλεγα, θα αποκάλυπτε μια διαφορετική πτυχή του τελευταίου μυθιστορήματος του Κυριάκου Μαργαρίτη.
Αθήνα, Μάιος 2011. Η Σοφία είναι δικηγόρος και εργάζεται εθελοντικά σε μια μη κυβερνητική οργάνωση, ενώ βγάζει τα προς το ζην ως σερβιτόρα σε ένα μπαράκι στο κέντρο της πόλης. Ο Πέτρος είναι γλύπτης αλλά βγάζει το μεροκάματο φτιάχνοντας μαρμάρινους σταυρούς και ανθοδοχεία σε τάφους. Αυτοί οι δύο άνθρωποι ενώνονται από μια και μοναδική νύχτα που τους σημάδεψε, όταν τον Δεκέμβρη του 2008 παρακολούθησαν μαζί την Αθήνα να καίγεται. Δεν ξέρει ο ένας το όνομα του άλλου αλλά στο διάστημα που πέρασε η ανάμνηση έχει μετατραπεί σε έναν ανεκπλήρωτο έρωτα, σε ένα όνειρο που επιβιώνει και τη μέρα, ώστε να τους βασανίζει κάθε λεπτό. Σχεδόν τρία χρόνια αργότερα, σε μια Αθήνα που καίγεται ξανά εξαιτίας της ψήφισης του μνημονίου, η Σοφία και ο Πέτρος τολμούν να αναζητήσουν ο ένας τον άλλο.
Αυτός είναι απλά ο κεντρικός πυρήνας του μυθιστορήματος, αφού δεν πρόκειται μόνο για την ιστορία ενός έρωτα. Δίπλα στον Πέτρο και στη Σοφία κινούνται διάφορα άτομα που κουβαλούν τη δική τους ιστορία και με τις πράξεις τους στρώνουν το δρόμο για μια δεύτερη συνάντηση ανάμεσα στους δύο νέους: η Μάρθα, συγκάτοικος της Σοφίας, που πιστεύει ότι τώρα είναι η στιγμή να ζήσουν τη ζωή τους, ο Γουόλε, συνάδελφος της Σοφίας στη μη κυβερνητική οργάνωση, που βλέπει το κακό να έρχεται και να μην μπορεί να το σταματήσει, ο Κωνσταντίνος, μέλος μιας νεοναζιστικής οργάνωσης, προσπαθεί να αποδείξει την αξία του και να εκδικηθεί μια δολοφονία, ο Λουκάς, ένας αναρχικός μουσικός, που βλέπει τα όνειρά του και τα πιστεύω του να γκρεμίζονται, ο κυρ Θεόφιλος, ο σπιτονοικοκύρης του Πέτρου, που αφηγείται τη δική του ερωτική ιστορία. Μαζί με όλα αυτά τα πρόσωπα στέκεται η Αθήνα, μια πόλη που φοβάται αλλά ταυτόχρονα πάλλεται από τις φωνές όσων αντιστέκονται, ένας τόπος που όλοι θέλουν να τον υπερασπιστούν αλλά το μόνο που καταφέρνουν είναι να τον πληγώνουν, το ασφαλές καταφύγιο που χάθηκε.
Ερωτικό παραμύθι, κραυγή αγωνίας μιας γενιάς που φοβάται ότι δεν έχει μέλλον ή μπαλάντα για μια πόλη που προσπαθεί να επιβιώσει; Όπως κι αν χαρακτηρίσει κάποιος το «Όταν θα βγαίνουν τα λιοντάρια, φίλησέ με», πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που εγκλωβίζει τον αναγνώστη εξαιτίας των έντονων συναισθημάτων όλων των προσώπων, αλλά κυρίως εξαιτίας του γεγονότος ότι δίνει μια εικόνα της Ιστορίας τη στιγμή που αυτή συμβαίνει, όχι από μακριά –χρονικά ή τοπικά–, όχι μέσα από μια ανάμνηση, αλλά τώρα, δίπλα μας και συχνά με εμάς τους ίδιους πρωταγωνιστές.