“Άλλοι, με μάτια γεμάτα τραύματα και προσβολές
Και άλλοι, με μάτια που όλα τα έχουν δει”.
Ή
Κρίνετε ίνα μην κριθείτε
Ο Τρούμαν Καπότε, γεννήθηκε το 1924 στην Νεα Ορλεάνη, με το όνομα Τρούμαν Στρέκφους Πέρσον. Τα πρώτα του χρόνια σημαδεύονται από μία ταραγμένη οικογενειακή ζωή, με αποτέλεσμα την φροντίδα του να αναλάβει η οικογένεια της μητέρας του στην Αλαμπάμα. Ο πατέρας του φυλακίζεται για απάτη, οι γονείς του χωρίζουν και η μητέρα του αναλαμβάνει την κηδεμονία του. Στις αρχές του 1940, μετακομίζουν στην Νέα Υόρκη μαζί με τον δεύτερο σύζυγό της, έναν Κουβανό επιχειρηματία, του οποίου παίρνει το επίθετο, Καπότε. Προσλαμβάνεται στο The New Yorker σαν παιδί για όλες τις δουλείες και μέχρι τα 20 του με άρθρα, διηγήματα και σενάρια, εδραιώνει την λογοτεχνική του φήμη. Η νουβέλα του Πρόγευμα στο Τίφφανυς μεταφέρεται στον κινηματογράφο με επιτυχία και το1966 με το Εν Ψυχρώ καθιερώνεται σαν ένας από τους σημαντικότερους αμερικανούς συγγραφείς του 20ου αιώνα. Το 1984 πεθαίνει στο Λος Άντζελες, από προβλήματα στο συκώτι και χρήση ναρκωτικών.
Το Όταν οι προσευχές εισακούονται μένει ημιτελές, παρά την επιθυμία του να γράψει μια σύγχρονη εκδοχή του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Προύστ, και αναδεικνύεται ως το κύκνειο άσμα του.
Το βιβλίο αποτελείται από τρία διηγήματα, το ΑΝHMEΡA TEΡATA, το ΚΕΙΤ Μακ ΚΛΑΟΥΝΤ και το ‘LA COTE BASQUE’. Μέσα σε αυτά o Π. Μπ. Τζόουνς, ο13χρονος τρόφιμος αυστηρού ορφανοτροφείου, άγνωστων γονέων και ακριβούς ημερομηνίας γέννησης, το σκαει για να φτάσει ύστερα από πολλά στη Νέα Υόρκη. Εμπορευόμενος τον εαυτό του αδιακρίτως, κάτι πού έκανε από την παιδική ηλικία. Καταφέρνει και εισδύει στα σαλόνια της υψηλής κοινωνίας, συναναστρεφόμενος πρόσωπα υπαρκτά, τα περισσότερα από αυτά διάσημοι, επιστήμονες, επιχειρηματίες, καλλιτέχνες, αριστοκράτες και γαλαζοαίματοι. Όλοι ζουν σαν ανήμερα θηρία, αφήνοντας στο συναίσθημα μια πολύ μικρή θέση, έως ανύπαρκτη. Σημεία συνάντησης τους οι πιο εκκεντρικές πόλεις, όπως οι Νέα Υόρκη, Παρίσι, Φλωρεντία, Μαϊάμι κ.ά. Κοινός παρανομαστής όλων το πάθος για ζωή χωρίς όρια, με τίμημα το οποίο άλλοι το εισπράττουν και άλλοι το πληρώνουν. Στο τέλος, το ‘πληρώνουν’ όλοι.
Με λόγο μεστό και καθημερινό, καταγράφει άναρχα γεγονότα και χαρακτήρες με ρεαλισμό, ενώ σαν από μηχανής θεός το χιούμορ ή η λύπη εξοστρακίζουν το χυδαίο. Σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται, απεικονίζοντας τον κυνισμό μίας κοινωνία της οποίας είναι μέλος και ενεργοποιεί το πιο σκληρό πρόσωπο της, απομυθοποιώντας τους πάντες. Δίνει βάρος στην ίδια την ζωή αφήνοντας την να κάνει τέχνη ενώ αυτός πλάθει μύθους από ψευδαισθήσεις και ρεαλισμό, εκθέτοντας τα εσώψυχα της. Παρουσιάζει την κουτσομπολίστικη πλευρά των διασημοτήτων ενώ παράλληλα καταγράφει την κοινωνιολογική πραγματικότητα της εποχής, αμβλύνοντας την κατανόηση στις ανθρώπινες εξαρτήσεις και αδυναμίες. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ‘στασίματα’ του, στα οποία περιγράφει το δικό του απόσταγμα ζωής, που προβάλλει σαν προσωπικός απολογισμός. Μήπως ο Π. Μπ. Τζόουνς, είναι η δική του ζωή;
Το βιβλίο αυτό, κουβαλώντας την αίγλη του Εν Ψυχρώ και την δίψα του κοινού για ένα παρόμοιο, δημιούργησε μεγάλο σάλο ύστερα και από τα σχόλια των προδημοσιεύσεων του, χωρίς να έχει ολοκληρωθεί. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να πει κανείς αν είναι συγκρίσιμο με του Προυστ. Ωστόσο παρουσιάζει ομοιότητα ως προς το θέμα και με τον Μεγάλο Ανατολικό, χωρίς να έχει την ποιητικότητα του λόγου και τον πλούτο της γλώσσας, του Ανδρέα Εμπειρίκου.
Τέλος και η μετάφραση σε απλή καθημερινή γλώσσα, υπηρετεί το κείμενο.