«Προσπαθώ να θυμηθώ την αίθουσα, είναι αφύσικα σκοτεινή, παρά τα φώτα στους τοίχους, τα κεριά στα τραπέζια, τους πολυελαίους από πάνω μας – τίποτε από όλα αυτά δεν επηρέασαν το σκοτάδι που δέσποζε» (σελ.24).

Ο Ιαπωνο-βρετανός μυθιστοριογράφος, σεναριογράφος και μουσικός σερ Καζούο Ισιγκούρο γεννήθηκε το 1954 στο Ναγκασάκι της Ιαπωνίας και είναι από το 1982, Άγγλος πολίτης. Θεωρείται από τους πιο επιφανείς και διακεκριμένους σύγχρονους συγγραφείς μυθοπλασίας στον αγγλόφωνο κόσμο. Το 2017 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας γιατί με τα γεμάτα συναισθηματική ένταση μυθιστορήματά του αποκάλυψε την άβυσσο που υπάρχει κάτω από την ψευδαίσθησή μας ότι είμαστε συνδεδεμένοι με τον κόσμο. Στα πέντε του χρόνια η οικογένειά του μετακόμισε στην Αγγλία, όπου σπούδασε Αγγλική φιλολογία και φιλοσοφία και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη δημιουργική γραφή. Έχει λάβει τέσσερις υποψηφιότητες για το βραβείο Μπούκερ και το κέρδισε το 1989 με το βιβλίο του, Τα απομεινάρια μιας μέρας, το οποίο μεταφέρθηκε με εξαιρετική επιτυχία στον κινηματογράφο με πρωταγωνιστή τον Άντονι Χόπκινς.

Το 2005, το βιβλίο του, Μη μ’ αφήσεις ποτέ, θεωρήθηκε από το περιοδικό Time ως το καλύτερο μυθιστόρημα της χρονιάς και συμπεριλήφθηκε στη λίστα με τα 100 Καλύτερα Μυθιστορήματα, γραμμένα στην Αγγλική γλώσσα από το 1923 έως το 2005, ενώ μεταφέρθηκε κι αυτό με επιτυχία στην έβδομη τέχνη με πρωταγωνίστρια την Κίρα Νάιτλι.  Έχει γράψει οκτώ μυθιστορήματα τα οποία έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 50 γλώσσες. Επίσης έχει γράψει σενάρια για τηλεοπτικές παραγωγές, έργα μικρού μήκους κι έχει συνθέσει πολλά τραγούδια για ερμηνευτές της τζαζ μουσικής.

Λονδίνο, 24 Ιουλίου 1930. Ο γεννημένος στη Σαγκάη, στις αρχές του εικοστού αιώνα, ορφανός Κρίστοφερ Μπανκς θυμάται το ωραιότερο καλοκαίρι της ζωής του. Ήταν επτά χρόνια πριν, όταν, ενάντια στις επιθυμίες της θείας του και μοναδικής συγγενή του να επιστρέψει στο Σρόπσερ –όταν έφυγε από το Κέιμπριτζ–,  εκείνος νοίκιασε ένα μικρό διαμέρισμα στο Κένσινγκτον του Λονδίνου. Εκεί συνάντησε τυχαία τον φίλο του από το σχολείο, Τζέιμς Όσμπορν. Οι μνήμες του τον ταξιδεύουν ακόμα πιο πίσω στο παρελθόν, όταν στα δέκατα τέταρτα γενέθλιά του δυο φίλοι του, ο Ρόμπερτ Θόρντον-Μπράουν κι ο Ράσελ Στάντον, τον πείραζαν για το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του  για το έγκλημα, την έρευνα και το έργο των ντετέκτιβ. Θυμάται, ακόμα πιο πίσω, όταν πρωτοήρθε στην Αγγλία, όταν έπαιζε τα ντετεκτιβικά θεατρικά σενάρια που είχε ήδη επινοήσει με τον παιδικό του φίλο Ακίρα στη Σαγκάη. Κυρίως όμως θυμάται τον πατέρα του, που εξαφανίστηκε όταν ο Κρίστοφερ ήταν 9 ετών στη Σαγκάη, και ύστερα εξαφανίστηκε κι η μητέρα του. Στο παρόν ξανά, ο Κρίστοφερ διάγει μια επιτυχημένη καριέρα ως καταξιωμένος ιδιωτικός ντετέκτιβ της λονδρέζικης κοινωνίας που εξιχνιάζει δολοφονίες και εξαφανίσεις συμπολιτών του. Το 1937, ο Κρίστοφερ πηγαίνει στη Σαγκάη, που δοκιμάζεται από την εισβολή των Ιαπώνων στην Κίνα και τους βομβαρδισμούς της πόλης, αλλά και τον εμφύλιο με τους Κινέζους κομμουνιστές, προσπαθώντας να βρει στοιχεία της εξαφάνισης των γονιών του. Εκεί θα εντοπίσει αρχικά τον υπερήλικα πια επιθεωρητή Κουνγκ που είχε αναλάβει την υπόθεση.

Το μυθιστόρημα αποτελείται από επτά διακριτά μέρη που διαιρούνται σε 23 κεφάλαια και τοποθετούνται χωρικά στο Λονδίνο και στη Σαγκάη και χρονικά από το 1930 έως το 1958. Ο συγγραφέας διερευνά τα ζητήματα της ταυτότητας και της μνήμης σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση η οποία οικοδομείται με προσεκτική ακρίβεια, προκαλώντας τον αναγνώστη να παρατηρήσει τα κενά και τις ασυνέπειες στις αναμνήσεις του Μπανκς. Η συγκεκριμένη αφηγηματική στρατηγική του συγγραφέα μπορεί να ερμηνευτεί ως μια μεταμοντέρνα τακτική, εμπεριέχει όμως τους ήρεμους τόνους μιας αλλοτινής εποχής των αρχών του εικοστού αιώνα. Η παραπάνω τεχνική σε συνδυασμό με τις απλές προτάσεις στη γλώσσα και την ελικοειδή αφήγηση δημιουργούν μια ευχάριστη και διεγερτική αναγνωστική εμπειρία. Ο ίδιος ο συγγραφέας θεωρεί ότι ο Κρίστοφερ, προερχόμενος από έναν κομματιασμένο κόσμο ορφάνιας, αν καταφέρει να λύσει το μυστήριο των γονιών του, τα πράγματα θα βρεθούν στη θέση τους, τόσο στον προσωπικό του κόσμο όσο και στη δύστυχη, εμπόλεμη Κίνα, αλλά και στον επικείμενο όλεθρο του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Στις αρχιτεκτονικές αρετές του έργου συμπεριλαμβάνονται η βαθμιαία και ικανοποιητική κορύφωση της πλοκής με θαυμαστές παραλλαγές δράσης και συναισθημάτων. Τα στοιχεία όμως που βρίσκουμε διάχυτα στο έργο είναι κι αυτά που στιγματίζουν το καθιερωμένο στιλ γραφής του συγκεκριμένου συγγραφέα. Γραφή μελετημένα ανώνυμη, ανεπιφύλακτα επίσημη κι ευγενική, ακόμη και κάτω από τις πιο δραματικές συνθήκες, δίχως μεταφορές και χρονοτριβές σε αναφορές, αποτυπώσεις κι αναλύσεις των παραμικρών λεπτομερειών μιας σκηνής, τοποθεσίας, εποχών ή ακόμα και των ηρώων του έργου.