Η Μαριάνα Ευαγγέλου γεννήθηκε το 1967. Μεγάλωσε στην Καβάλα. Αποφοίτησε από το Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Τα τελευταία 20 χρόνια ζει στην Αθήνα. Διηγήματά της δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά The Books’ Journal, Δίοδος και στον συλλογικό τόμο Υπό το φως του Κ.Π.Κ. (Εκδόσεις Πατάκη, 2016).

Πώς γράφεται ένα μυθιστόρημα, έστω ολιγοσέλιδο; Ποια είναι τα υλικά που μπορούν να το κάνουν να ρέει, να μην χάνει το ενδιαφέρον του, να μην αποθαρρύνεται ο αναγνώστης από πράγματα που αναφέρονται και που δεν γνωρίζει, είτε αυτά είναι τόποι, είτε μουσικοί όροι, είτε κομμάτια ολόκληρα της Ιστορίας με τα οποία δεν είναι εξοικειωμένος, είτε ντοπιολαλιά; Πώς σκιαγραφείς τους χαρακτήρες, τι ελευθερίες παίρνεις, πόσο τολμηρός/ή μπορείς να γίνεις; Φτιάχνουν οι αναμνήσεις μόνες τους ένα καλό μυθιστόρημα;

Tο «Οστινάτο» –«με τον όρο ostinato (από το λατινικό obstinatus = έμμονον) στη μουσική περιγράφεται  η συνεχής επάνοδος ενός μοτίβου μέσα στη σύνθεση», διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου– ξεκινάει με μια επιστροφή της Άνας στο πατρικό σπίτι της μητέρας της στην Ξάνθη όπου πέρασε κάποια καλοκαίρια και το οποίο βρίσκεται απέναντι από το σπίτι του Μάριου, ή του κυρίου Μάριου, του δασκάλου της μουσικής. Κι αυτό που δίνει το έναυσμα είναι μια παρτιτούρα τάνγκο που αφιέρωσε ο Μάριος στη μαθήτριά του τριάντα τόσα χρόνια πριν. Όμως αυτό είναι μόνο το πλαίσιο: τα υπόλοιπα τ’ αναλαμβάνει η γλώσσα, που επιστρατεύει τη μνήμη, τη φαντασία, το όνειρο.

Μέσα σε δέκα κεφάλαια ξεδιπλώνεται εναλλάξ η «ιστορία» των δύο κεντρικών προσώπων.  Πραγματολογικά στοιχεία αναμιγνύονται με σκέψεις και συναισθήματα. Η αφήγηση εμπλουτίζεται με ιστορικά στοιχεία: ο κύριος Μάριος, γεννηθείς το 1907, έζησε τη βουλγαρική κατοχή και δούλεψε στα δημόσια έργα υπό τους Βούλγαρους προτού αποκτήσει την ελευθερία του∙ μουσική έμαθε από έναν Κερκυραίο: «φωτογραφία που η χειρόγραφη σημείωσή της θα μπορούσε να θεωρηθεί και παραπλανητική, κι όχι τόσο γιατί ο Μάριος χαμογελά, εξάλλου σχεδόν πάντα ο Μάριος χαμογελά, αλλά γιατί η στάση του κορμιού του και ο τρόπος με τον οποίο κρατά στον ώμο τη βαριοπούλα δείχνουν ότι ετοιμάζεται να παίξει με βιολί την άνοιξη του Βιβάλντι κι όχι να θρυμματίσει τον βράχο που πατάει» (σελ. 116-117). Για την Άνα, η ανάμνηση ενός καλοκαιριού στη Θάσο συνδέεται ανεξίτηλα με την επιστράτευση του 1974. Μια λέξη με την οποία τελειώνει το ένα κεφάλαιο και ξεκινά το επόμενο αποτελεί τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στα κεφάλαια.

Καθώς προχωρά η αφήγηση, λέξεις και νότες δημιουργούν το «αδιαχώρητο»  (σελ. 68) στον μακροπερίοδο λόγο. Ύστερα προβάλλουν οι ιστορίες, πολλές , μεγάλες,  στη συνέχεια αρχίζει να ξεχωρίζει η παρτιτούρα, η ένταση καταλαγιάζει και αναζητούνται οι μικρές ιστορίες, το απόσταγμα, τα «λίγα μύδια» (σελ. 148), για να «κλείσει» το μυθιστόρημα.

Ένα πολύ ευπρόσωπο βιβλίο, μια επιτυχημένη σύζευξη της μνήμης και του ονείρου.