Τέσσερις ιστορίες, τέσσερις καημοί, τέσσερις πόνοι… Άσκησις ενσυναισθήσεως αλλά και αφηγηματικός παλμός και ψυχογραφική τόλμη. Σκληρή ιδιόλεκτος, παραβατική σύνταξη, νεολογισμοί καίριοι κι εύστοχοι, σύντομες περιγραφές, οικονομικές στιχομυθίες, μα πάνω απ’ όλα η διεθνούς βεληνεκούς συγγραφική ευφυΐα να μεταστρέφει τους εξελισσόμενους ήρωές του κατά εκατόν ογδόντα μοίρες και να πλαταίνει τους ορίζοντες της σκέψης μας πλουτίζοντας το συλλογικό μας ασυνείδητο. Οι φιλολογικές σπουδές δίνουν στον Αλέξανδρο Δαμουλιάνο πρόσβαση στη «διαμεσολαβημένη εμπειρία», όμως δεν επιδεικνύεται αλλά χτίζει αληθοφανείς κατασκευές με ελαφρώς υπερ-ρεαλιστικές ιστορίες. Ακολουθώντας τα ανθρωπιστικά ιδεώδη του Διαφωτισμού πρεσβεύει κι επαληθεύει πεζογραφικώς την ανθρωπιά και την ανάγκη για αλληλεγγύη, αν όχι και για αγάπη προς τον πλησίον, αφού αγαπήσουμε πρώτα τον εαυτό μας. Ο διδακτισμός ισχύει σε αυτά τα πυκνογραμμένα κείμενα σε μια ιδιόλεκτο σχεδόν καθημερινή που διανθίζεται με νεολογισμούς, όπως: αυτομεταχείριση αντί για αυτοκακομεταχείριση, ή ακόμα και «τσουκνιδόκαρδος», όπως χαρακτηρίζεται από την αφηγηματική φωνή ο πατέρας του ήρωά μας στο πρώτο από τα τέσσερα διηγήματα, το πιο καλογραμμένο, εκείνο που δίνει και τον τίτλο σε όλη αυτή την ευφρόσυνη συλλογή. Απρόβλεπτες λεκτικές ακροβασίες, συντακτικές ανατροπές (όπως στη σελ 27: «Αν δεν κατέπνιγα… θα χώριζε τη μητέρα μου, κι εκείνη με τη μαθηματική του ακρίβεια, επειδή τον λάτρευε…»). Ελάχιστοι σημερινοί διηγηματογράφοι κατέχουν την τέχνη της πλήρους εξελίξεως των χαρακτήρων που πλάθουν έτσι ώστε να προκύψει η πολυπόθητη ανατροπή του τέλος. Γι’ αυτό λέγω πως ο Αλέξανδρος Δαμουλιάνος είναι δυνάμει διεθνής. Κατέχει την έντονη ψυχογραφική διεισδυτικότητα, αλλά όχι ενός εντομολόγου, ενός ανθρωπιστή που συμπάσχει με τον συνάνθρωπό του και συνεκδοχικώς με ολάκερη την οικουμένη. Ωραίες περιγραφές, σύντομες, αλλά όχι και ασθματικές. Δεξιοτέχνης του ρυθμού και ρέκτης της Αρμονίας, μιας Αρμονίας συμπαντικής, Πυθαγόρειας. Γνωμικά, άφθονα, πρωτότυπα γνωμικά και αφορισμοί. Οικονομία στις στιχομυθίες: τόσο-όσο… Οι εσωτερικές τοπιογραφίες είναι εκτενείς και οι δραματικοί μονόλογοι ανατριχιαστικοί, εκτενέστατοι, αλλά χωρίς να κουράζουν, σοκάρουν όμως τον αμύητο αναγνώστη που αναζητά κάτι δακρύβρεχτο κι εύπεπτο. Όχι, δεν πρόκειται εδώ για λογοτεχνία του σωρού, αλλά για υψηλή Τέχνη. Υφολογική ισορροπία, αφηγηματική ταυτότητα απολύτως διακριτή. Τελικά, ο Αλέξανδρος Δαμουλιάνος βάζει τον αναγνώστη στη θέση του θύματος. Δεν επιδιώκει κανενός είδους «αποστασιοποίηση». Το αντίθετο. Ακριβώς το αντίθετο. Δεν διακρίνεις τίποτα διανοουμενίστικο σε αυτή τη γραφή. Η φιλολογία μένει στο υπόβαθρο. Το υπο-κείμενο είναι πλούσιο σε νοήματα και θησαυρούς από το πλούσιο ορυχείο του Συλλογικού Ασυνείδητου. Ο καλός ο συγγραφέας λειτουργεί σαν αυτοδύτης σε ατομικούς και συλλογικούς μύθους. Οιμώζει μαζί με τους άλλους κολασμένους κι επιθυμεί τη μίτωση, τη μετάβαση στον Παράδεισο, αφού γεφυρωθεί όμως προηγουμένως η νόηση με το συναίσθημα. Η μοναξιά είναι ο κοινός παρονομαστής και στα τέσσερα αυτά διηγήματα. Leit-motiv: το ξύπνημα ενός μοναχικού ανθρώπου σε ένα άδειο δωμάτιο, κρεβατοκάμαρα ίσως, για τους τυχερούς… Ο Αλέξανδρος Δαμουλιάνος μάς τιμά με το να ασχολείται μαζί μας, συγγραφικώς, για την Ανθρωπότητα ολάκερη να γράφει και με τους πάντες να συμπάσχει.