Η αποτυχία της επιτυχίας
Επί της τύχης θυσιαζόμενοι. Από την τύχη ορμώμενοι. Το ψευδαισθησιακό «ντοκουμέντο» της ζωής δεν είναι η πεπερασμένη ύπαρξή της, αλλά ο… κόντρα ρόλος (κόντρα ακόμα και στη φυσική ροή των πραγμάτων) με τον οποίο την ενδύουμε και που συγκεφαλαιώνεται στην έννοια της «επιτυχίας».
Η Τζούλια Γκανάσου με το τελευταίο μυθιστόρημά της «Ως το τέλος» στέκεται κάτω από τη φωτεινή μαρκίζα που αναβοσβήνει τα σφαλερά γράμματα της κοινωνικής ανέλιξης και αναλύει μικροσκοπικά.
Το πέρασμα από τον «Ομφάλιο λώρο», το προηγούμενο βιβλίο της, δεν έγινε επί ματαίω. Τούτη τη φορά η βούληση για ζωή τεμαχίζεται με μικρά τιμάρια επιτυχίας. Ο μοχλός εκκίνησης των ανθρώπινων όντων δεν είναι η συμπαθητική αναμονή μιας ζωής πνευματικών απολαύσεων, αλλά η παντί τρόπω επικυριαρχία, η υπνωτιστική ασυνειδησία, το κορφολόγημα κάθε ρίζας δύναμης, πλούτου και επιβεβαίωσης.
Ένας άντρας κοιτάζει από το παράθυρο τα τεκταινόμενα. Ένας άντρας που έχει κλειστεί βαθιά στον εαυτό του, σχεδόν εκούσια φυλακισμένος. Ένας άντρας δίχως όνομα, αλλά με την πιο καίρια ιδιότητα των καιρών μας: το αλόγιστο φούντωμα στο στήθος, αυτό που μόνο η ζέση για καταξίωση μπορεί να πυροδοτήσει. Φευ, οι μικροχαρές δεν φτάνουν για να παραδοθεί στη θαλπωρή της πρόσκαιρης δόξας του . Οι απογοητεύσεις, οι «λευκές» ήττες, η πέτρα του ακατόρθωτου, τον οδηγούν σε ταπεινώσεις δίχως προορισμό.
Το αβαθές όνειρο της επιτυχίας γίνεται η εσωτερική φυλακή του. Ο άντρας επιθυμεί να διαφύγει τα στενά όρια που του ορίζει το χωρίο του. Είναι αποφασισμένος να κάνει τα πάντα για να βελτιώσει την κοινωνική του θέση. Περιορίζει τις προσωπικές ανάγκες του στο ελάχιστο δυνατό, μετατρέπει την έλξη προς το άλλο φύλο (τον ίδιο τον έρωτα, εντέλει) σε «καύσιμη» ύλη για τη μηχανή της αυτοπραγμάτωσής του. Στη μια όχθη στέκουν οι παλιοί φίλοι, ο στενός «κορσές» του μικροαστισμού, οι άγονοι έρωτες. Στην άλλη, που θέλει να διαβεί: η καταξίωση, η πλησμονή των επιθυμιών, η προθυμία των γυναικών της ανώτερης τάξης να τον τραβήξουν από τον βούρκο της ανωνυμίας, έναντι «σκληρού» τιμήματος.
Στο τέλος τον περιμένει η κατάρρευση, ουσιαστικά εσωτερική, που όμως με τρόπο επιθετικό αποτυπώνεται και στον εξωτερικό φλοιό της ζωής του. Απομονώνεται, μετατρέπεται βαθμηδόν σε λαβωμένο εκδικητή που προβάλει αναπαραστατικά τη μικρόψυχη σκληρότητα που έκρυβε μέσα του. Φυλακίζει τη γυναίκα που τον βοήθησε να διαγράψει την περιφρόνηση του παρελθόντος, διεκδικεί ένα παιδί που γίνεται «εμπορεύσιμο είδος», εντέλει επιθυμεί να αποδώσει μια μνησίκακη δικαιοσύνη με πρώτο ένοχο τον εαυτό του.
Το μυθιστόρημα, καίτοι μικρό, καταφέρνει τον σκοπό του. Η μεταμοντέρνα χροιά του είναι εμφανής. Η πλοκή και οι χαρακτήρες υπηρετούν μια υπέρτερη θέαση του κόσμου. Ο χρόνος ταλαντώνεται σε σημείο σαρκαστικής ακινησίας. Ο άντρας βρίσκεται μονίμως πίσω από ένα παράθυρο και παρατηρεί. Οι λέξεις, με οικονομία βαλμένες, προσδίδουν μια έντονη αίσθηση αυτονομίας του κειμένου από τον λογοτεχνικό κανόνα της προσήλωσης στη φόρμα.
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που θα μπορούσε ανέτως να μετέχει σε ένα έξοχο διακειμενικό παιχνίδι με την «Αέναη ευφορία» του Πασκάλ Μπρικνέρ (εκδ. Αστάρτη).