Χρόνος: Ένα απροσδιόριστο μέλλον στο οποίο οι άνθρωποι εθίζονται στην εικονική πραγματικότητα του διαδικτύου και ζουν τις ζωές τους μέσα απ’ αυτό. Κάποτε η εικονική πραγματικότητα γίνεται αλήθεια. Ζωντανεύει όταν πια οι άνθρωποι έχουν καταφέρει να αποκοιμίσουν ό,τι ονομάζεται συνείδηση. Βλέπουν χωρίς να κοιτούν, ακούνε χωρίς να αφουγκράζονται, έχουν αισθήσεις αλλά όχι πια συναισθήματα. Οι άνθρωποι παράγουν διασταυρώσεις όντων, δημιουργούν υβρίδια πλασμάτων ανύπαρκτων, τολμούν ακόμη να δημιουργήσουν ανθρώπους, φονικά μικρόβια. Και όλα αυτά στα πλαίσια ενός αμείλικτου και ανερμάτιστου οράματος με πρόσχημα την εξέλιξη και απώτερο σκοπό το κέρδος. Η βιομηχανία παραγωγής νέων έμβιων όντων της Άτγουντ αγνοεί την ουσία της ύπαρξης και της ζωής στο όνομα του κέρδους. Η τέχνη και ο έρωτας είναι ξεχασμένες υποθέσεις και οι θιασώτες τους βρίσκονται στο περιθώριο. Σε αυτή τη φουτουριστική κοινωνία η γενετήσια λειτουργία συνεχίζει να είναι ενεργή, αλλά έχει καταντήσει μια αποστειρωμένη και ελεγχόμενη διαδικασία, μια βαλβίδα βιολογικής εκτόνωσης που όχι μόνο δεν έχει σχέση με τον έρωτα, αλλά ούτε καν με την αναπαραγωγή, η οποία επιτυγχάνεται εργαστηριακά και με αυστηρούς ποιοτικούς ελέγχους για την εξασφάλιση της τελειότητας των εμβρύων και των χαρακτηριστικών που οι γονείς τους επιθυμούν να διαθέτουν.

Κοινωνική διαστρωμάτωση: Κόσμος χωρισμένος στα δύο: Στις οχλοπόλεις και στις οργανωμένες, υπερσύγχρονες, επιστημονικά προστατευμένες ιδεατές κοινωνίες. Πλούσιοι και φτωχοί. Προνομιούχοι και πληβείοι ενός κόσμου μελλοντικά απάνθρωπου με το πρόσχημα μιας ανήθικης τελειότητας

Τόπος: Μια Νέα Νέα Υόρκη, όχι και τόσο διαφορετική απ’ αυτήν που όλοι γνωρίζουμε, με ανθρώπους βγαλμένους θαρρείς μέσα από βιντεοπαιχνίδια καταστροφής, εκπαιδευμένους απ’ τα γεννοφάσκια τους να αποβάλλουν τις ηθικές αναστολές και τα συναισθήματά τους.

Κάποιος θα χαρακτήριζε αυτό το βιβλίο της Άτγουντ παραμύθι με ολέθριο τέλος, από εκείνα που ποτέ δεν θα λέγαμε σ’ ένα παιδί. Κι ας πρωταγωνιστεί ένα παιδί, η Όρυξ, φερμένο στον πολιτισμένο κόσμο από έναν έμπορο trafficking, ένα παιδί που μαθαίνει να αποδέχεται τη βία ως κάτι φυσιολογικό, που εκπαιδεύεται να της αρέσει με αντάλλαγμα φαγητό και ζεστασιά, που αποκτηνώνεται και συνάμα διατηρεί μια μυστηριώδη αθωότητα, τόσο αταίριαστη στον κόσμο όπου ζει και κινείται. Η Όρυξ απ’ την πένα της Άτγουντ μετατρέπεται αριστοτεχνικά από άνθρωπος σε πρωταγωνίστρια μιας εικονικής πραγματικότητας, για να ενηλικιωθεί και να γίνει πάλι οικεία και απτή ως ερωτεύσιμη γυναίκα, γεμάτη μυστήριο, εμπειρία και αφέλεια παιδική, ένα πλάσμα πραγματικά εξωπραγματικό και αμφιλεγόμενο το οποίο ως το τέλος συντηρεί την αγνότητά του σε έναν κόσμο βαθειά ανήθικο και κατεστραμμένο.

Κάποιος άλλος θα χαρακτήριζε το βιβλίο θρίλερ με πρωταγωνιστή έναν διεστραμμένο επιστήμονα, τον Κρέικ, έναν άνθρωπο υψηλής νοημοσύνης του οποίου η λογική σχοινοβατεί ανάμεσα στη δίψα για πλούτη και κύρος και στην επιστημονική του επιδίωξη για πειράματα και εξέλιξη. Απ’ τα χέρια του Κρέικ παράγονται μεταλλαγμένα όντα, καταστρέφεται το περιβάλλον, πεθαίνουν άνθρωποι εξαπατημένοι από εμβόλια που υποτίθεται ότι εξασφαλίζουν τον έλεγχο των γεννήσεων, δημιουργούνται υβρίδια νέων ανθρώπων με μνήμη κενή στην οποία επιδιώκει να κάνει τις εγγραφές που θα βόλευαν για να υπάρξει ένας κόσμος κατακαίνουργιος, ειρηνικός, παραδεισένιος κατά την κρίση του. Στην πορεία όμως αποδεικνύεται ότι τα παιδιά του Κρέικ, αυτά τα παιδιά με τα πράσινα μάτια που δεν μεγαλώνουν, δεν μισούν, δεν πεθαίνουν, δεν έχουν μικρότητες και δεν έχουν δοκιμάσει ποτέ τον καρπό απ’ το δέντρο της Γνώσης, κουβαλάνε μέσα τους τον σπόρο της πίστης σ’ ένα υπέρτατο ον και η τέχνη είναι ενσωματωμένη στους νευρώνες τους. Κατέχουν δηλαδή, δίχως κανείς να τους τα διδάξει, τα δυο ανυπέρβλητα μυστήρια της ανθρώπινης σκέψης, φυτεμένα προφανώς απ’ τον ανώτερο Θεό που περιγελάει την ευφυΐα του homo sapiens sapiens όταν προσπαθεί να τον αντιγράψει. Γιατί ο Κρέικ είναι ο άνθρωπος που εκδιώχθηκε απ’ τον Παράδεισο και παλεύει να επιτύχει την ταύτισή του με τον Θεό, προσπαθώντας να γίνει Θεός ο ίδιος και να κατασκευάσει πλάσματα άξια για τον Παράδεισο, που πάει να πει πως θα ξεχάσουν το αμάρτημα της άχρηστης Γνώσης.

Κάποιος, τέλος, θα χαρακτήριζε το βιβλίο βαθειά κοινωνικό και πολιτικό με πρωταγωνιστή τον απλό, καθημερινό άνθρωπο, τον Τζίμη, τον Χιονάνθρωπο σύμφωνα με το παρατσούκλι που έχει διαλέξει ο ίδιος για τον εαυτό του, τον άνθρωπο που παρακολουθεί τα δρώμενα στη ζωή του σαν παρατηρητής με την απάθεια που παρακολουθεί ένα σήριαλ στην τηλεόραση, τον άνθρωπο που διατηρεί ακόμη τα συναισθήματά του, που έχει επαφή με τον ενδόμυχο εαυτό του, που παράγει τέχνη, που υποφέρει απ’ τις αλλαγές, αλλά είναι ανέφικτο να παρέμβει όσο είναι ηττοπαθής και αδύναμος. Μόνο όταν έρχεται αντιμέτωπος με την αλήθεια και τη φρίκη τολμά να βγει απ’ την εικονική πραγματικότητα και να κοιτάξει κατάματα την ουσία, την προδοσία, την οδύνη, τη φρίκη, τη διαστροφή. Γιατί απλά και μόνο η καρδιά του δεν πάγωσε ποτέ κι ας αυτοαποκαλείται Χιονάνθρωπος.

Είτε θρίλερ είτε βιβλίο πολιτικοκοινωνικό είτε βιβλίο φαντασίας με φουτουριστική ατμόσφαιρα είτε ακόμη όλα αυτά μαζί, το «Όρυξ και Κρέικ» αποτελεί ένα εξαίρετο δείγμα λογοτεχνίας της Μάργκαρετ Άτγουντ που θα έπρεπε να διδάσκεται σε όλα τα σχολεία, αν θέλουμε να ετοιμάσουμε τους ανθρώπους του μέλλοντος με ηθική υπόσταση. Η ιστορία της φυτεύει στην ψυχή του αναγνώστη εκείνη την ιερή αμφιβολία που επιβάλλεται να υπάρχει στη συνείδηση καθενός που τολμά να «πειράξει» τη φύση και να οραματιστεί εφευρέσεις που υποτίθεται ότι κάνουν τον κόσμο καλύτερο από εκείνον που έπλασε ο Θεός.