Όλος ο Χρόνος είναι μία σκηνή
«Ως το πιο δυνατό έργο της Γουλφ και ένα από τα πιο αυθεντικά και εκκεντρικά έργα της εποχής μας» χαρακτήρισε ο Μπόρχες το εμβληματικό αυτό μυθιστόρημα, που το μετέφρασε στα ισπανικά. Mία από τις σημαντικότερες εκπροσώπους του μοντερνισμού και συγγραφέας-σύμβολο για το γυναικείο κίνημα, η Βιρτζίνια Γουλφ, επιχειρεί εδώ κάτι το τελείως πρωτότυπο σε σχέση με τα άλλα έργα της: παρά το γεγονός ότι η ίδια έλεγε πως το έγραψε ως «ψυχαγωγία», είναι όντως ένα σημαντικό έργο φαντασίας, εξαιρετικά φιλόδοξο ως προς τις προθέσεις του και εντυπωσιακό ως λογοτεχνικό αποτέλεσμα.
Με την περσόνα ενός ανώνυμου «βιογράφου», καταγράφει είκοσι χρόνια στη ζωή ενός φανταστικού προσώπου, του αριστοκρατικής καταγωγής Ορλάντο: όνομα δανεισμένο όχι τυχαία από την κωμωδία του Σαίξπηρ «Όπως σας αρέσει», από όπου προέρχεται και η περίφημη ρήση «όλος ο κόσμος είναι μία σκηνή…», την οποία παράλλαξα για τον τίτλο αυτού του σημειώματος. Και ο λόγος που στη θέση του κόσμου έβαλα τον Χρόνο, είναι γιατί τα 20 χρόνια της ζωής του ήρωα, αντιστοιχούν σε 300 χρόνια ιστορίας: τον γνωρίζουμε ως 16χρονο έφηβο την εποχή της βασιλείας της Ελισάβετ της Α΄ της οποίας είναι ευνοούμενος ενώ η βιογραφία του κλείνει στα 36 του χρόνια, που όμως σε πραγματικό χρόνο είναι το 1927, η χρονιά που το μυθιστόρημα δημοσιεύεται. Και σαν αυτή η «διαστολή του χρόνου» που κυλά διαφορετικά για τον ήρωα και διαφορετικά για το περιβάλλον στο οποίο ζει, να μην είναι αρκετή, η Γουλφ μας εκπλήσσει και με μία πρωτοφανή ανατροπή: στα τριάντα του χρόνια, πέφτοντας για ένα διάστημα σε κώμα, ο Ορλάντο επανέρχεται ως η Ορλάντο, έχοντας δηλαδή πλήρως αλλάξει φύλο, αλλά όχι ταυτότητα, αφού περίπου συνεχίζει τη ζωή της από εκεί που την άφησε η αρσενική εκδοχή του εαυτού της.
Πολλά όπως ήδη συμπεραίνετε θα μπορούσαν να γραφτούν και σχολιαστούν, όμως τόσο η εισαγωγή της μεταφράστριας όσο και τα τρία επίμετρα που συνοδεύουν το μυθιστόρημα στην παρούσα έκδοση, συνθέτουν νομίζω μία υπερεπαρκή ανάλυση του έργου. Εγώ θα περιοριστώ εδώ σε κάποια σημεία στα οποία στάθηκα ως αναγνώστρια, το πρώτο εκ των οποίων είναι τα ερωτήματα που θέτει η Βιρτζίνια Γουλφ πάνω στο βιολογικό και το κοινωνικό φύλο: διότι ναι μεν το κοινωνικό φύλο είναι κατασκευή της πατριαρχίας, αλλά το βιολογικό φύλο είναι μία μορφή ταυτότητας; Θα ήμασταν ίδιοι ως προσωπικότητες είτε ως άνδρες είτε ως γυναίκες; Θα αγαπούσαμε με τον ίδιο τρόπο; Και είναι δυνατόν να είναι κάποιος μόνο άντρας ή μόνο γυναίκα, χωρίς να υπάρχει μέσα μας και το αποτύπωμα του άλλου φύλου, του συμπληρωματικού μας, που εκδηλώνεται στις πράξεις και επιλογές μας; Και αυτή η συλλογιστική αναδεικνύεται συνεχώς με σύμβολα μέσα στο κείμενο, με πιο χαρακτηριστικά ίσως την «Παρθένα Βασίλισσα» Ελισάβετ που αρνείται σχεδόν τη γυναικεία ιδιότητα προκειμένου να ηγηθεί μιας αυτοκρατορίας, καθώς και το σαιξπηρικό έργο από όπου άντλησε το όνομα του μυθιστορήματος και του ήρωά της η συγγραφέας, όπου το παιχνίδι της αλλαγής φύλου μέσω των μεταμφιέσεων είναι κυρίαρχο.
Το δεύτερο σημείο που θα ήθελα να επισημάνω, είναι πως αν και πρόκειται για φανταστική λογοτεχνία, υπάρχει ένας ρεαλιστικός πυρήνας στο έργο, και αυτός είναι η προσωπικότητα της/του Ορλάντο που αποτυπώνει εκείνη της στενής φίλης και κατά περιόδους ερωμένης της Γουλφ, της Βίτα Σάκβιλ-Γουέστ, στην οποία το βιβλίο είναι αφιερωμένο. Αλλά και το σπίτι του/της Ορλάντο, ένα κλασικό σπίτι Άγγλων αριστοκρατών, λαβυρινθώδες και γεμάτο ιστορία και φαντάσματα, κυνηγόσκυλα και… ποντίκια, είναι υπαρκτό και ανήκε στην οικογένεια Σάκβιλ. Μία αγαπημένη και το αγαπημένο της σπίτι (που δεν μπόρεσε να κληρονομήσει, σύμφωνα με τον νόμο, επειδή ήταν γυναίκα), αποτελούν τα θεμέλια λοιπόν της φαντασίας της Γουλφ. Και αυτό το σπίτι είναι σταθερά το καταφύγιο του ήρωα/ ηρωίδας, παρά τις περιπλανήσεις και τις απίθανες περιπέτειες που βιώνει – και σε μια ανατροπή της πατριαρχικής νομοθεσίας, η Ορλάντο κατορθώνει να το κρατήσει μετά την αλλαγή φύλου.
Το τρίτο σημείο που θεωρώ σημαντικό για την προσέγγιση του έργου, είναι η παιγνιώδης διάθεση της συγγραφέως τόσο στη σύλληψη όσο και στη γραφή του: μοιάζει πράγματι να το συνέλαβε ως ένα παιχνίδι της φαντασίας της και να διασκέδασε τη συγγραφή του όπως έλεγε. Αλλά είναι εξίσου απολαυστικό και για τον αναγνώστη: η σάτιρα, το μαύρο χιούμορ, τα δηλητηριώδη σχόλια που διατυπώνονται με δήθεν αθώο τρόπο από τον «βιογράφο», τα κωμικά στοιχεία και περιστατικά, σε κάνουν να γελάς, αναδεικνύοντας τη φωτεινή πλευρά της προσωπικότητάς της αλλά και την οξυδέρκεια του μυαλού της. Όμως αυτό το σατιρικό στοιχείο στο «Ορλάντο», δεν είναι απλά για την ψυχαγωγία της συγγραφέως και του κοινού: το αστείο εδώ είναι επίσης μία μορφή ανυπακοής απέναντι σε κάθε είδους κατεστημένο, κοινωνικό αλλά και λογοτεχνικό – διότι οι λογοτεχνικοί κύκλοι, και οι διάφοροι «ειδήμονες» που διαχρονικά τους λυμαίνονται, σατιρίζονται ανηλεώς στο μυθιστόρημα.
Και φυσικά, το «Ορλάντο» είναι ένα μυθιστόρημα για τη λογοτεχνία, όχι μόνο για τις άπειρες διακειμενικές αναφορές σε έργα και λογοτέχνες, αρκετοί μάλιστα κάνουν το πέρασμά τους από τα επεισόδια της αφήγησης, με κορυφαίο βεβαίως τον Σαίξπηρ στην αρχή του βιβλίου. Αλλά και γιατί ο/η Ορλάντο είναι, ή μάλλον προσπαθεί και στις δύο ζωές να γίνει, λογοτέχνης. Η πνευματική προσπάθεια, η συναισθηματική αγωνία για να εκφραστείς μέσω της γραφής αλλά και η φιλοδοξία να δεις ένα βιβλίο σου τυπωμένο, όλα αποδίδονται ευφυώς και ολοζώντανα στο κείμενο. Αλλά και το πάθος του αναγνώστη, εκείνου που μόλις ανοίγει ένα βιβλίο, όλα γύρω του παύουν να υπάρχουν, έχει βρει μία εξαιρετική απόδοση, ως εικόνα και ως συναίσθημα.
Για το κλείσιμο, κράτησα τη γραφή της Γουλφ. Ακόμα κι αν εδώ επιλέγει να ακολουθήσει μία λιγότερο πειραματική γραφή, γιατί ήθελε το συγκεκριμένο βιβλίο να είναι προσιτό σε όλους, φυσικά δεν θα μπορούσε να γράψει ποτέ συμβατικά: εικόνες, σκηνές, πρόσωπα, περιγραφές, σκέψεις, συναισθήματα ρέουν κυριολεκτικά μέσα στις σελίδες και παρασύρουν τον έκθαμβο αναγνώστη σε έναν ποταμό πλατύ και ορμητικό που πηγάζει από το ταλέντο της και τη δύναμή της. Τη δύναμη μίας δημιουργού που πάλεψε πολύ με τη βαριάς μορφής διπολική διαταραχή, ώσπου έδωσε τέλος στη ζωή της, αλλά κατάφερε να αφήσει για πάντα το χνάρι της. Και πραγματικά, οι τριάντα περίπου σελίδες με το επεισόδιο του Μεγάλου Παγέτου που έπληξε το Λονδίνο το 1608 και πάγωσε τον Τάμεση, το οποίο συμπίπτει και με τον μεγάλο έρωτα στη ζωή του/της Ορλάντο, συνθέτουν μία εντυπωσιακή αλληγορία για τη ζωή και είναι από μόνες τους ένα αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.