O Richard Powers, παρότι πολυγραφότατος –έχει γράψει έντεκα μυθιστορήματα μέχρι σήμερα–, φαίνεται πως δεν ανήκει στους πολυμεταφρασμένους Αμερικανούς συγγραφείς. Ωστόσο η συγγραφική του συνέπεια έχει επιβραβευτεί στη χώρα του – με το National Book Award και υποψηφιότητες για το National Book Critics Circle και το βραβείο Pulitzer. Συνηθισμένος στο να συνδυάζει περίπλοκα θέματα, τα βιβλία του είναι περισσότερο μυθιστορήματα ιδεών παρά ανθρώπινων χαρακτήρων, κάτι που επιβεβαιώνεται και στον «Ορφέα».

O Πήτερ Ελς είναι ένας εβδομηντάχρονος μουσικοσυνθέτης, συνταξιούχος καθηγητής μουσικής από ένα τοπικό κολέγιο, εδώ και χρόνια χωρισμένος από τη σύζυγό του, και χωρίς πολλά ενδιαφέροντα πια στη ζωή του. Ένα βράδυ θα καλέσει ταραγμένος τα επείγοντα της άμεσης δράσης καθώς η μοναδική του συντροφιά, ο σκύλος του, η Φιντέλιο, πέφτει ξαφνικά νεκρή με σπασμούς. Δύο αστυνομικοί θα περάσουν από το σπίτι του για να δουν τι συμβαίνει, και καθώς θα φεύγουν εφησυχασμένοι, μια ματιά στο δωματιάκι του βάθους θα τους κάνει να σταματήσουν. Αυτό που αντικρίζουν είναι ένα μικρό χημικό εργαστήριο, πλήρως εξοπλισμένο.

Γιατί πριν ξεκινήσει να ασχολείται ενεργά με τη μουσική –που τον συνάρπασε στα έντεκά του χρόνια, όταν πρωτάκουσε τη «Συμφωνία του Διός» του Μότσαρτ– ο Πήτερ σπούδαζε χημεία. Η γλώσσα των ατόμων και των τροχιακών, οι συμμετρίες που ήταν κρυμμένες στις στήλες του περιοδικού πίνακα, εξέπεμπαν σε εκείνον το ίδιο νόημα με τα πιο έξοχα μουσικά κομμάτια. Μέχρι που είδε τη συμφοιτήτριά του, Κάρλα Ρέστον, η οποία τον έριξε στα βαθιά της μουσικής και της σύνθεσης… Όταν οι αστυνομικοί τον ρωτήσουν τι χρειάζεται όλο αυτό τον εξοπλισμό, ο Πήτερ Ελς θα τους απαντήσει ότι απλά είναι το χόμπι του – τα τελευταία χρόνια ανακάλυψε μέσα από το Internet πως υπάρχει ένα ολόκληρο κίνημα ερασιτεχνών βιολόγων και χημικών και πως μπορούσε να προμηθευτεί ό,τι ήθελε από ηλεκτρονικά καταστήματα, έτσι ο συνδυασμός της μουσικής με το σπάσιμο των αλυσίδων και της αναδιάταξης του DNA έγινε σταδιακά η εμμονή του.

Όμως, στην Αμερική μετά την 11η Σεπτεμβρίου, αυτός ο συνθέτης που ασχολείται με τη χημεία γίνεται ελάχιστα πιστευτός και σύντομα μπαίνει στο στόχαστρο της Μεικτής Επιχειρησιακής Μονάδας Ασφαλείας. Το επόμενο πρωί, επιστρέφοντας από το τρέξιμο, θα διαπιστώσει πως το σπίτι του έχει αποκλειστεί και πως το εργαστήριό του εκκενώνεται. Σαστισμένος θα απομακρυνθεί από το σημείο και θα αρχίσει να περιπλανιέται, μέχρι που τα κακά νέα –μια θανατηφόρα επιδημία στα τοπικά νοσοκομεία, που φαίνεται να προέρχεται από το ίδιο βακτηριακό στέλεχος που καλλιεργούσε κι ο ίδιος– θα τον μετατρέψουν σε κανονικό φυγά. Η περιπλάνησή του δεν θα είναι μονάχα χωρική αλλά και χρονική, καθώς ο Πήτερ Ελς αναπολεί το παρελθόν, όλα τα βήματα και τα στάδια της ζωής του που τον γαλούχησαν στη μουσική, στην αγάπη του για τις νότες και τις συγχορδίες.

Ο «Ορφέας» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και επίκαιρος καθώς το ζήτημα της τρομοκρατίας συνεχίζει να βρίσκεται στην διεθνή επικαιρότητα, ωστόσο το μυθιστόρημα του Powers δεν έχει να κάνει τόσο με αυτό. Πρόκειται πρωτίστως για ένα μυθιστόρημα σχετικά με τη μουσική. Η αντιτρομοκρατική φρενίτιδα που επικρατεί στο εσωτερικό των ΗΠΑ βρίσκεται στο βάθος του σκηνικού, ενώ μπροστά στα μάτια του αναγνώστη ξεδιπλώνεται με τρόπο λυρικό ένας κόσμος μουσικής μαγείας και ακουστικών αναζητήσεων. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση διαπερνά όλα τα στάδια της ζωής του Πήτερ Ελς από την παιδική του ηλικία, τις μουσικές του επιρροές, τους μέντορες και δασκάλους του, την οικογενειακή του ζωή μέχρι το σήμερα και τον τρόπο που θα επιλέξει –έναν τρόπο που θα έχει να κάνει φυσικά με τη μουσική– να δώσει το δικό του στίγμα στον σύγχρονο κόσμο.

Παρόλο που ο Robert Powers δεν απαλλάσσει το κείμενό του από την τεχνική μουσική ορολογία –στο τέλος του βιβλίου υπάρχει πολυσέλιδο ειδικό γλωσσάρι– ο «Ορφέας» συνιστά ένα ρομαντικό μουσικό ταξίδι, ένα βιβλίο που θέλει να αφήσει στους αναγνώστες του την ίδια τελική αίσθηση με εκείνη ενός κλασικού νοσταλγικού κονσέρτου.