«Εμείς διαλέξαμε τη ζωή μας ή η ζωή μας εμάς;»

Υπάρχει μία καινούργια γενιά στην ελληνική λογοτεχνία. Τοποθετημένη ηλικιακά μεταξύ 30 και 45 χρονών (και με μια ακόμα πιο δυναμική γενιά κάτω των 30 να ακολουθεί λογοτεχνικά), είναι άνθρωποι που ζουν τη ζωή που ζούμε όλοι μας και θέλουν να μιλήσουν με καθαρή φωνή γι’ αυτήν. Ανεξάρτητα από το ύφος της γραφής τους ή το είδος που υπηρετούν, ποίηση, ρεαλισμός, φαντασία, τρόμος, αστυνομικό μυθιστόρημα ή υπαρξιακό-ψυχολογικό, όλοι και όλες γράφουν σε μια γλώσσα που καταλαβαίνουμε και μιλούν κυριολεκτικά ή αλληγορικά για τα όσα ζούμε, για κοινές εμπειρίες που μοιραστήκαμε μεγαλώνοντας, αλλά και για τις ρίζες μας, τις γενιές που προηγήθηκαν και οδήγησαν στο σήμερα. Είναι ταλαντούχοι και έχουν βρει την περπατησιά τους, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο, με γραφή δυνατή και πολλά υποσχόμενη. Και το καταλαβαίνεις αυτό από τις πρώτες κιόλας σελίδες των βιβλίων τους.

Η Μηλέβα Αναστασιάδου ανήκει σε αυτή την καινούργια λογοτεχνική γενιά. Το πρώτο της μυθιστόρημα επιχειρεί μία τοιχογραφία της ελληνικής πραγματικότητας από τη δεκαετία του ’90 (καθοριστική για όσους τη ζήσαμε και «κλειδί», κατά την εκτίμησή μου, για όσα συμβαίνουν σήμερα) μέχρι τις μέρες μας, χρησιμοποιώντας ως αφηγηματικό μέσο τον μικρόκοσμο μιας παρέας: οι ήρωες ξεκινούν μαζί από τότε και συμπορεύονται προσπαθώντας να είναι «διαφορετικοί», αγωνιζόμενοι να διατηρήσουν αλώβητη τη διαφορετικότητά τους από την ισοπέδωση της ωριμότητας και τη βαρβαρότητα του αγώνα για την επιβίωση.

Ο Τάσος, ο Νίκος κι η Μαρία, ο Πέτρος και η Άννα, ο Άλεξ, η Αλίκη… ζουν όλοι μαζί σε ένα σπίτι που ονομάζουν «κρησφύγετο». Προσπαθούν να αποφύγουν τη μιζέρια του μικροαστισμού, να κρατήσουν την παρέα ενωμένη, να διατηρήσουν τη φιλία που τους ενώνει ζωντανή. Ερωτεύονται, χωρίζουν, κάνουν παιδιά (ή μάλλον ένα παιδί, που ανήκει σε όλη την παρέα), τσακώνονται και τα ξαναβρίσκουν ή όχι, πιάνουν δουλειά ή επιλέγουν να μην το κάνουν, μπλέκουν και ξεμπλέκουν στο κουβάρι της ζωής. Έχουν τη φιλία τους, τη μουσική και το πείσμα να μην γίνουν όπως όλοι οι άλλοι. Οι μέρες που ζουν είναι όμορφες κι ας έχουν και την πικράδα τους. Αλλά μπορεί μια παρέα να γίνει κιβωτός απέναντι στον χρόνο, στις συνθήκες που αλλάζουν και στην κοινωνία της ομοιομορφίας που καταπίνει ή περιθωριοποιεί το διαφορετικό;

Η γραφή της Αναστασιάδου είναι καλοδουλεμένη αλλά αέρινη, με τη γοητεία που έχει η φυσική ομορφιά, και ρέει αβίαστα καθώς γυρίζεις τις σελίδες που σε μεταφέρουν στο μυαλό του κάθε ήρωα, αλλάζοντας οπτική γωνία και αφηγητή. Καθώς τα χρόνια περνούν μαζί με τις μουσικές, ταυτίζεσαι με τους ήρωες και τις ζωές τους και όταν κλείνεις το βιβλίο νομίζεις ότι τους γνώριζες και στην πραγματικότητα, ότι ήταν και δικοί σου φίλοι με τους οποίους είχατε χαθεί και ξαναβρεθήκατε. Και η τελική γεύση που σου μένει είναι όμοια με αυτή της ζωής: γλυκιά και πικρή, ξινή και αλμυρή, όπως ακριβώς τιτλοφορούνται και οι ενότητες του μυθιστορήματος.

Σας προτείνω τις «Όμορφες μέρες» όχι μόνο ως ένα καλογραμμένο βιβλίο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, αλλά και ως πρώτη γνωριμία με μία συγγραφέα από την οποία, προσωπικά, αναμένω πολλά και σημαντικά.