Όμως, πιο πολύ απ όλα φοβάμαι τον εαυτό μου

Η Μάρω Βαμβουνάκη γεννήθηκε στα Χανιά όπου έζησε τα παιδικά της χρόνια. Από εννέα χρόνων ήρθε με την οικογένειά της στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά και ψυχολογία. Από το 1972 και για έντεκα χρόνια έζησε στη Ρόδο όπου εργάστηκε ως συμβολαιογράφος. Τώρα ζει στην Αθήνα. Είναι συγγραφέας, μεταξύ άλλων, των βιβλίων: «Ο αρχάγγελος του καφενείου», «Το χρονικό μιας μοιχείας», «Χρόνια πολλά γλυκιά μου», «Ο αντίπαλος εραστής», «Η μοναξιά είναι από χώμα», «Ιστορίες με καλό τέλος» και «Τα κλειστά μάτια».

Στο «Όλοι φοβούνται τον έρωτα», ένας νέος τριανταπέντε ετών, ευκατάστατος και όμορφος,  ζητά τη βοήθεια ενός ψυχαναλυτή. Το πρόβλημα το οποίο αντιμετωπίζει είναι πως δεν μπορεί να κάνει καμία από τις προσωπικές του σχέσεις να διαρκέσει περισσότερο από δυόμιση μήνες. Με τη βοήθειά του θέλει να ανακαλύψει το λάθος που κάνει. Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε ερωτευθεί μόνο μια φορά, μια παντρεμένη που δεν θέλησε να διακινδυνεύσει το γάμο της προκειμένου να συνδεθεί μαζί του.

Απέναντί του  ο ψυχαναλυτής, που μόλις έχει χωρίσει, ζει την περίοδο του απολογισμού. Η γυναίκα του τον εγκατέλειψε, κατηγορώντας τον πως ήταν αδιάφορος και συνεχώς απασχολημένος. Τον εγκατέλειψε και  πήγε να ζήσει στην πατρίδα της αφήνοντας πίσω όλα τα προσωπικά της αντικείμενα. Ούτε τη βέρα της δεν πήρε. Έτσι, όλα του έμοιαζαν άλλοτε σαν κατηγορία –«Με τον τρόπο σου με έδιωξες»–, και άλλοτε σαν υπόσχεση – «Θα επιστρέψω».

Κατά τις συναντήσεις/συνεδρίες των δύο ανδρών μια σχέση αρχίζει να αναπτύσσεται, αναγνωριστική, αποδοχής, εμπιστοσύνης, αντιπαλότητας και ανταγωνιστικότητας στο τέλος, με  τη ζωή να τους φέρνει κυριολεκτικά αντιμέτωπους.

Η Μάρω Βαμβουνάκη, με τρόπο απλό αλλά  και μυθιστορηματικό, αφήνει τους ήρωες να γίνονται ο ένας η πρόκληση του άλλου και να εναλλάσσουν τη θέση τους στην «καυτή καρέκλα», ανιχνεύοντας τους εαυτούς τους και ξεσκεπάζοντας τα τραύματά τους. Κατά τη διάρκεια των συναντήσεων τους  ο ψυχαναλυτής από άγραφος χάρτης μετατρέπεται σταδιακά σε καθρέφτη που αντανακλά το είδωλο του αναλυόμενου, ενώ ταυτόχρονα οι ρόλοι γίνονται αμφίδρομοι. Όσο και να προσπαθεί ο αναλυτής να ελέγξει τα συναισθήματα της εμπάθειας και της συμπάθειας, εισβάλλουν και άλλα στην εξελισσόμενη σχέση τους όπως ο θυμός, η αμφισβήτηση, η αγανάκτηση, η εμπιστοσύνη. Έτσι όπως ακριβώς κάθε σχέση διαγράφει την καμπύλη των κλιμακουμένων συναισθημάτων μέχρι την πλήρη φθορά της. Έτσι όπως ακριβώς γίνεται και στον έρωτα.

Όμως, τι είναι ο έρωτας; Η γοητεία της έλξης, το πάθος της ολοκλήρωσης; Η συμπλήρωση της ύπαρξης; Η συντροφικότητα και το νόημα στη ζωή; Και γιατί δεν ενδίδουμε; Φοβόμαστε την απόρριψη; Απαιτούμε την κτητικότατα; Διεκδικούμε την ελευθερία μας; Ποιοι φόβοι, κενά και τραύματα βγαίνουν στην επιφάνεια που μας οδηγούν είτε στην ατολμία της έκφρασης είτε στη φθορά του έρωτα;  Ή μήπως ο έρωτας είναι ο καθρέφτης και η επιβεβαίωση του εαυτού μας στους άλλους; Όλα αυτά συζητούν οι ήρωες ανακαλύπτοντας τους εαυτούς τους και δίνοντας σκέψεις και τοποθετήσεις που αξίζει ο αναγνώστης να ξανασκεφθεί.

Ίσως συναντήσει εκεί και το δικό του πρόσωπο.

Η Μάρω Βαμβουνάκη –έχοντας σπουδάσει ψυχολογία–, σε αυτό της το μυθιστόρημα, μέσα από τη ζωή των ηρώων, δίνει μια πλήρη χαρτογράφηση της προσωπικότητας του ατόμου. Αναφέρεται στην παιδική ηλικία, εκεί όπου γίνονται οι πρώτες «εγγραφές» των τριών καταστάσεων του «εγώ» που θα συνθέσουν τη μετέπειτα διδαγμένη αντίληψη ζωής και θα γίνουν οι βάσεις της ψυχοσύνθεσης του ανθρώπου, ο οποίος θα «χρεωθεί» την ευτυχία ή τη δυστυχία του. Δεν παραλείπει να συμπεριλάβει και τις «μολύνσεις» αυτών των καταστάσεων επιτρέποντας στους «σκελετούς», που έχουν τη δύναμη να μετατρέπουν τα όνειρα σε εφιάλτες, να βγουν από τις ντουλάπες.

Με ερέθισμα την τόλμη για το εφικτό ή το ανέφικτο του έρωτα, η συγγραφέας με ανθρώπινη προσέγγιση και πλούτο λέξεων αφηγείται τη ζωή των ηρώων. Ταυτόχρονα, η μυθιστορηματική  πλοκή ξαφνιάζει τον αναγνώστη διατηρώντας συνεχώς το ενδιαφέρον του αμείωτο, με τις παγίδες που στήνει αδιακρίτως η ζωή.