ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ’ οὔ τις;

σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος.                                                                                                                                                   Πίνδαρος

Ένας παραληρηματικός χορός στο ρυθμό των λέξεων

Ο Κώστας Καβανόζης γεννήθηκε στην Κομοτηνή το 1967. Είναι φιλόλογος και διδάσκει στη Μέση Εκπαίδευση. Η πρώτη πεζογραφική του εμφάνιση έλαβε χώρα το 2004 με το «Χοιρινό με λάχανο» που περιέχει τρεις νουβέλες γραμμένες με δραματική ένταση και λογοτεχνικό πάθος. Το επόμενο βιβλίο του, «Του κόσμου ετούτου» (2009), είναι μυθιστόρημα. Το τελευταίο, «Όλο το φως απ’ τα φεγγάρια», αποτελείται από εννέα διηγήματα υψηλής λογοτεχνικής γραφής –για απαιτητικούς αναγνώστες– που κατ’ εμέ τον κατατάσσουν σε μια διακριτή κατηγορία λογοτεχνών οι οποίοι αντλώντας έμπνευση από τη Μούσα μάς προσφέρουν αληθινά έργα τέχνης. Πρόκειται για αληθινούς «ποιητές» και τεχνίτες του λόγου.

Ο Καβανόζης από το πρώτο κιόλας διήγημά του, “Species horrenda”, τείνει το χέρι του στον αναγνώστη και αποκτά αμέσως την εμπιστοσύνη του και την προθυμία του να αφεθεί στο ρυθμό γραφής του και να κινηθεί μαζί του ευχάριστα και χωρίς δεύτερη σκέψη στην αφήγηση των ιστοριών του.  Νιώθει την ορμή του λόγου του και τον ακολουθεί πιστά.

Οι ήρωες των διηγημάτων του είναι αποπροσωποποιημένοι και ο καθένας τους έχει να μας αποκαλύψει τη δική του αλήθεια, το δικό του βύθισμα στην τραγική του πραγματικότητα και στη βίωση της καθημερινότητας. Οι ιστορίες είναι πρωτότυπες και οι ήρωες μοναδικοί. Ακόμη και μια κοινότοπη ιστορία θανάτου στο διήγημα «Άρωμα λεμονιού» δε θυμίζει κάτι – είναι ξεχωριστή ή  μάλλον είναι ξεχωριστός και ιδιαίτερος ο τρόπος που την παρουσιάζει ο συγγραφέας.

Η καθημερινότητα τελικά δεν είναι τόσο μονότονη και βαρετή. Αυτό διαφαίνεται μέσα από τις ιστορίες του Καβανόζη. Κάτω από την επιφάνειά της υπάρχουν εικόνες και σκέψεις παρανοϊκές, παράλογες και ταυτόχρονα συναρπαστικές. Η λογική τάξη του κόσμου που ξέρουμε διαταράσσεται, κούνιες κρέμονται από τον γαλάζιο ουρανό, άνθρωποι βρίσκονται σε σύγχυση όσον αφορά την ταυτότητά τους, άλλοι πεθαίνουν στο μπάνιο τους την ώρα που έχουν τεθεί σε ισχύ όλες τους οι αισθήσεις, άλλοι αλληλοεξοντώνονται εξαιτίας ενός ερωτικού πάθους, παντού επικρατεί μια παρανοϊκή, παραληρηματική εικόνα της πραγματικότητας. Το παράλογο και το παραλήρημα είναι τα κυρίαρχα στοιχεία στα διηγήματα αυτά – ένα διαρκές παραλήρημα που συμπαρασύρει τον αναγνώστη σε άλλες εκδοχές και εκφάνσεις της μονότονης καθημερινότητας που ήδη γνωρίζει. «Και τα παιδιά, τέλος, είναι τα παιδιά. Παιδιά πολλά, παιδιά πλήθος, ου! Με ράσα ντυμένα, γεμίζει ο ουρανός. Κουνιούνται. Στις κούνιες απάνω καθισμένα με φόρα κουνιούνται. Από τη μία άκρη του ουρανού ως την άλλη κουνιούνται. Απ’ όλες του τις άκρες σε όλες του. Σιωπηλά, και ανεμίζουν τα ράσα τους» («Πηγαινέλα», σ. 29).

Στιγμές, σκέψεις και εικόνες γνώριμες σε όλους, ξαφνικά στα χέρια του Καβανόζη μεταμορφώνονται αποκτώντας μια άλλη μορφή, πρωτότυπη, παραληρηματική, εκστατική, ποιητική. Οι ήρωές του μοιάζουν να δρουν σε μια άλλη διάσταση της πραγματικότητας, βοηθώντας τους αναγνώστες να απαγκιστρωθούν και οι ίδιοι για λίγο από το παραλυτικό αδιέξοδο μιας καθ’ όλα μονότονης ζωής.

Πολύτιμη η προσφορά του Καβανόζη στους αναγνώστες, μέσα από έναν χειμαρρώδη, ρέοντα και ειλικρινή λόγο τους φέρνει αντιμέτωπους με τους φόβους τους, τα όνειρά τους, τις ενδότερες παρανοϊκές στιγμές τους. Οι ήρωές του προσπαθούν να αποδράσουν από τη ρηχή βίωση της πραγματικότητας και το καταφέρνουν, μόνο που φαντάζουν παράλογοι και παρανοϊκοί. «Μια ιστορία για τον άνθρωπο που μάζευε το φως απ’ τα φεγγάρια θα σας πω, που έξω έβγαινε να περπατήσει όταν φεγγάρια στρογγυλά είχαν πέσει κάτω και το φως τους να μαζέψει … Κι όλο το φως απ’ τα φεγγάρια –τον είχα δει μία φορά από ένα όταν έβγαινε– μέσα στον κόρφο του το έκρυβε, όσο κι αν μάζευε μέσα στον κόρφο του κλεισμένο το κρατούσε» («Όλο το φως απ’ τα φεγγάρια», σ. 115-116).

Ο λόγος του ρέει ακατάπαυστα και ενοποιεί τις φωνές των ηρώων του και τους διαλόγους τους δημιουργώντας ένα συνεχόμενο αφηγηματικό λόγο ο οποίος όμως έχει ρυθμό και φυσικότητα – ο αναγνώστης μπορεί να τον ακολουθήσει εύκολα χωρίς να αποσπάται ο νους του. Φαντάζει σαν κάλεσμα του «ποιητή»-συγγραφέα  σε ένα χορικό άσμα – μας δίνει το ρυθμό, τη μουσική, τα βήματα. Με την ολοκλήρωση της ανάγνωσης ο αναγνώστης νιώθει ότι μετείχε ενεργά στην αφήγηση, ότι μυείται και συμμετέχει κατά κάποιον τρόπο σε αυτήν. Μοναδική επιτυχία του συγγραφέα να θέτει σε κίνηση αυτή την ενεργό συμμετοχή του αναγνώστη, γεννώντας του την επιθυμία να τον ακολουθήσει στο μουσικό ρυθμό που αποπνέει η αφήγηση και να απαγγείλει δυνατά κάθε αράδα των διηγημάτων του, να νιώσει τον παλμό που εκπέμπουν οι λέξεις.