Ο Dinaw Mengestu γεννήθηκε στην Αιθιοπία το 1978. Μετανάστευσε στις ΗΠΑ σε ηλικία δύο ετών μαζί με την οικογένειά του για να ξεφύγουν από το δικτατορικό καθεστώς του Μενγκίστου. Σπούδασε στα πανεπιστήμια Τζώρτζταουν και Κολούμπια. Το μυθιστόρημα «Όλες οι χάρες του ουρανού» πήρε το βραβείο  πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα των εφημερίδων The Guardian και Los Angeles Times για το 2007, καθώς και το βραβείο καλύτερου ξένου πρώτου μυθιστορήματος στη Γαλλία, το ίδιο έτος.

Ο Στέφανος, ένας μετανάστης από την Αιθιοπία, βρίσκεται μετά από δεκαεπτά χρόνια παραμονής σε μία ξένη χώρα, τις ΗΠΑ, σε φάση αποδόμησης της ζωής του ή αυτού που νόμιζε πως ήταν η ζωή του. Το μίνι μάρκετ που είχε φτιάξει πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο, οι δυο φίλοι του, ο Τζότζεφ και ο Κένεθ, μετανάστες από την Αφρική και αυτοί, δουλεύουν πολύ και εξουθενωτικά και το μόνο παρήγορο είναι οι ώρες που περνάνε μεθώντας κάποια βράδια, παίζοντας δικής τους επινόησης παιχνίδια. Η γειτονιά παρακμάζει, οι άνθρωποι χάνονται, τα σπίτια καταρρέουν μέχρις ότου, όπως συνήθως συμβαίνει σε κάποιες περιοχές μετά το «θάνατό» τους, μια αύρα ανανέωσης φέρνει νέους κατοίκους, ανακαινίσεις στα κτίρια και αν όχι αληθινή ζωή, μια πραγματική τουλάχιστον ζωή. Μαζί με την αύρα της νέας γέννας του περίγυρου της πλατείας Λόγκαν που αφού πέθανε, βλασταίνει ξανά, μια γυναίκα με το κοριτσάκι της μπαίνουν στη ζωή του. Μια νέα πνοή από όσα δεν είχε ανασάνει ποτέ ή μια σπίθα για μια φωτιά συναισθημάτων που είχε χρόνια να νιώσει;

Η αφήγηση του συγγραφέα, στο πρώτο πρόσωπο, αποπνέει μια αμεσότητα προσέγγισης των όσων περιγράφει. Η ματιά του μεταφέρεται από την περιγραφή της πλατείας στα παιδικά του χρόνια στην Αφρική και από το μπαρ του μεθυσιού με τους δυο φίλους του, στην αναζήτηση αυτού που του λείπει. Μιας πραγματικής αγκαλιάς και της αίσθησης της αγάπης που οι μνήμες της έχουν σβήσει από τη μακροχρόνια παραμονή σε έναν τόπο που δεν κατάφερε να τον βάλει στους δικούς του ρυθμούς. Με εξαίρεση την Τζούντιθ και την κόρη της τη Ναόμι, που η παρουσία τους του δίνει ανάσες (τεχνητές αναπνοές ίσως) και τον τραβάει να ζωντανέψει ό,τι παρέμενε νεκρό μέσα του όλα αυτά τα χρόνια, όλα τα άλλα κομμάτια του σβήνουν σαν το παραμελημένο μαγαζί του. Και αν αυτός μπορεί να παλεύει σαν τον ετοιμοθάνατο ένα βήμα πριν το τέλος, τα παλιά κτίρια υποκύπτουν στην κατάρρευση από αχρηστία ή την κατεδάφιση για το καινούργιο, που όσοι ζουν εκεί το βλέπουν να εισβάλλει, για τα δικά τους μάτια, βίαια.

Ο αναγνώστης μπορεί να γίνει εύκολα φίλος με τη γλώσσα του Mengestu και από κάποιο σημείο και μετά να εξοικειωθεί τόσο, ώστε να νιώθει πώς νιώθει ο Στέφανος ή και να βλέπει με τα δικά του μάτια τα κτίρια, τους άδειους δρόμους ή τα έρημα ράφια στο μαγαζί του. Μπορεί ακόμα να αισθανθεί τη λαχτάρα του για μια οικογένεια, που είτε δεν είναι αρκετά δυνατή για να τον τραβήξει από τη συνήθεια της αδιαφορίας για όλα είτε δεν μετουσιώνεται σε συνθήκη, επειδή η έκφραση ή και ο χειρισμός της είναι άγνωστα σε αυτόν. Φόβος για την αλλαγή ή η απειρία του τι πρέπει να κάνει για να την αποκτήσει. Μια σύγχρονη αποτύπωση της μετανάστευσης και των καταστάσεων που σιωπηλά κατακλύζουν όσους υποχρεώνονται να ζήσουν μακριά από εκεί όπου οι καρδιές τους έχουν κατατεθεί παντοτινά.