«Κι οι λέξεις, οι λέξεις είναι όλες στη θέση τους. Καταδεκτικές. Καλόβολες. Σε πλήρη αρμονία με αυτά που έχεις στο νου σου.» (σελ. 58)

 Οι λέξεις απασχολούν πολύ τη μικρή Ελένη, όπως τη θυμάται η ενήλικη αφηγήτρια Ελένη. Λίγες σελίδες πιο πριν λέει: «Να τες και πάλι οι παράταιρες λέξεις, με κυκλώνουν και με τη γλώσσα έξω με χλευάζουν» (σελ. 54). Αυτό το παιχνίδι μνήμης, αυτή η μυθοπλασία που σκοπό έχει να βοηθήσει στην επούλωση του τραύματος από το θάνατο της πολυαγαπημένης γιαγιάς, της persona που χρησιμοποιεί αυτή τη φορά η καθηγήτρια ψυχολογίας και δοκιμασμένη πεζογράφος Φωτεινή Τσαλίκογλου, είναι ένα μουσικό παιχνίδι λέξεων. Με τις λέξεις παλεύει από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα. Λέει λίγο πριν το «ξεκλείδωμα» του κειμένου και τη δραματική κορύφωση του τέλους: «… Και μέσα μου βαθιά, για πρώτη φορά με τόση δύναμη, επιθύμησα να είμαι καλά. Να είμαι καλά για ν’ αφηγηθώ την ιστορία. Να βρω τις λέξεις, τις καλοσυνάτες, τις φιλικές λέξεις, για να μπορέσω να διηγηθώ την ιστορία» (σελ. 73-74). Μα ποια ακριβώς είναι αυτή η ιστορία, που μοιάζει διαρκώς να αλλάζει μορφές σαν τον μυθικό Πρωτέα και να μας ξεφεύγει σαν το χέλι;

Πρόκειται για ένα τρυφερό, γοητευτικό παραμύθι για μεγάλους. Η μεγάλη Ελένη θυμάται τον παράδεισο της παιδικής της ηλικίας δίπλα στην αντικομφορμίστρια γιαγιά της. Έμμεσος διδακτισμός, καμουφλαρισμένος σε γιορτινή αφήγηση αυθόρμητης χαράς, ή μάλλον λαχτάρας για την ευτυχία που μας κλέψανε τα τόσα «μη» και «σαν». Από τις αισθητικές απολαύσεις προηγούνται με μεγάλη διαφορά οι γευστικές. «Εξωτικά» φαγητά, απεριόριστες ποσότητες γλυκών που χαλάνε τα δοντάκια. Ακόμα και το τσιγάρο βάζει η τρομερή γιαγιά την οκτάχρονη εγγονή της να δοκιμάσει, με απώτερο σκοπό να αηδιάσει και να γίνει φανατική αντικαπνίστρια (σελ. 30-31). «Πεντάρα δε δίναμε για τα δόντια μου που θα χαλούσαν, για τη ζάχαρη που δεν έκανε και όλες αυτές τις αηδίες. Ξεχνούσα και τη δίαιτα και όλα τα ξενέρωτα. Ακόμα και ποτό πίναμε μαζί. Σαν τους μεγάλους. Μιλάμε σαν τους πολύ μεγάλους! “Μότσαρτ” ήταν το αγαπημένο μας ποτό. Σοκολάτα με ουίσκι σε χρυσαφένιο μπουκάλι. Μάλιστα! Και ήμουν μόλις οχτώ ετών. Καταλαβαίνεις για τι πράγμα γιαγιά σου μιλάω;» (σελ. 31-32). Καταλαβαίνετε πολύ καλά λοιπόν, παρ’ όλο που η αφηγήτρια μιλάει μέσα από το στόμα ενός παιδιού, γιατί αυτό το βιβλίο δεν είναι παιδικό. Η απίστευτη, υπερπροστατευτική, επαναστάτρια «γιαγιά» που έχει ταυτιστεί πλήρως με τη συνονόματη εγγονή της και γίνεται «θυσία» για πάρτη της, είναι η εξιδανικευμένη φιγούρα προς την οποία η μικρή απευθύνει δηλώσεις λατρείας και θαυμασμού, ενώ για τη μάνα της έχει να πει τα χειρότερα: «Η μαμά, αυστηρή και σωστή συνεχώς, απελπιζόταν με τα καμώματά μας» (σελ.30). Και «“Αρρωσταίνει”, είπε η μαμά. Και δεν ήταν εκεί η γιαγιά για να την πάρει από τα αυτιά, “Τι είναι αυτά που λες;“ να της πει. “Άσ’ το ήσυχο, μη στενοχωρείς το κορίτσι. Μια ζωή με τον καθωσπρεπισμό και την ακριβολογία σου”» (σελ. 67). Η φιγούρα του μπαμπά απουσιάζει παντελώς από αυτό το παραμύθι. Ακόμα και στην «ιστορία μέσα στην ιστορία» του μικρού αγοριού, του Πασκάλ, στο Μενιλμοντάν του Παρισιού, το μπαλόνι θα πάρει «το όνομα του πατέρα του, που θα χάσει σε λίγα χρόνια» (σελ. 49). Στις «Διευκρινίσεις», στο τέλος του αφηγήματος (σελ. 79), η Φωτεινή Τσαλίκογλου δηλώνει ότι: «Το κόκκινο μπαλόνι, η αγαπημένη ιστορία της γιαγιάς Ελένης, αναφέρεται στο φιλμ “Le ballon rouge” (“Το κόκκινο μπαλόνι”) που έγραψε και σκηνοθέτησε ο Αλμπέρ Λαμορίς το 1956 και βραβεύτηκε την ίδια χρονιά με το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες κι ένα χρόνο αργότερα με το Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου». Το κόκκινο μπαλόνι ανατρέπει τη στατικότητα του καθημερινού χωροχρόνου. Μια φράση-κλειδί για αυτή την ποιητική χρήση του χρόνου από τη συγγραφέα «αλίευσα» στη σελ. 47: «Μια μικρούλα τοσηδά εφήμερη στιγμή έφθασε για να σκαρφαλώσει το αγόρι στο στύλο». Όμως, παρά το αίσιον τέλος, η ευτυχία του απροστάτευτου αγοριού απειλείται από την Κόλαση, «που είναι οι άλλοι», όπως έγραφε ο Ζαν-Πολ Σαρτρ στη «Ναυτία». Η σκιά του Φόβου αγγίζει το αγόρι. Ο Φθόνος στέκεται πάνοπλος απέναντι στο Νάρκισσο που πρέπει να πολεμήσει με την Κοινωνία.

Όμως αυτό δεν είναι και το μόνο παραμύθι του βιβλίου, δεδομένου ότι το παραμυθικό στοιχείο κυριαρχεί στην αφήγηση. Η καταπληκτική αυτή γιαγιά, που θα μπορούσε να ανήκει στον κύκλο των σουρεαλιστών ποιητών του Παρισιού, ή να έχει εμπνεύσει τον Μαγιακόφσκι, στο μάθημα αστρο-γνωσίας που δίνει στην εγγονή της, επινοεί κι ένα ουτοπικό άστρο, όπου όλα τα όντα ζουν με Ειρήνη, Αγάπη και Αρμονία, όπου δεν υπάρχει πόνος, λύπη, αρρώστια, δάκρυ, ματαίωση, απόρριψη, όπου όλες οι επιθυμίες πραγματοποιούνται αμέσως μόλις εκδηλωθούν. Στην περιγραφή αυτού του ανύπαρκτου παραδείσου κυριαρχεί το μελοδραματικό στοιχείο, το οποίο όμως συνδυάζεται με σοφό τρόπο με το ανατρεπτικά κωμικό στοιχείο: «Ο Αλμπέρ Λαμορίς δεν έχει χαθεί. Μαζί με τον Πασκάλ ζουν εκεί μιαν αχώριστη χαρισάμενη ζωή. Δικό τους για πάντα το κόκκινο μπαλόνι. Το Παρίσι δεν είναι μακριά από την Καππαδοκία. Η κρεμ καραμελέ συνοδεύει το μαντί με άφθονο καυτερό κιρμιζί πιπέρι που ούτε στάλα δεν σε καίει. Το φίδι δεν τρομάζει κανέναν. Τα παιδιά μένουν παιδιά, στα σχολεία είναι κάθε μέρα γιορτή. Οι μεγάλοι δεν μεγαλώνουν άλλο, μένουν πάντα όπως είναι» (σελ. 57-58). Εδώ μπαίνουν και πολλά συμβολικά μοτίβα, όπως το Φως και το Σκότος: «Και η ομίχλη, ακόμα κι αν το μόνο που αντίκριζα ήταν μια γαλακτερή ομίχλη που κάλυπτε τα πάντα, και τίποτα δεν φαινόταν παρά μόνο το απέραντο λευκό, ακόμα και τότε δε μ’ ένοιαζε. Γιατί έλεγα πως σε λίγο θα έλθει το φως και θ’ αποκαλυφθούν τα λαμπερά τοπία. Γιατί το φως και μόνο αυτό είναι το φυσικό. Γιατί στο φως είναι παραδομένη η Μία. Και με προορισμό το φως γεννήθηκε» (σελ. 59-60). Η Σκιά και το Σκοτάδι αναφέρονται πάλι στις σελίδες 65-66. Η έννοια του Θανάτου εισέρχεται στο ποιητικό σύμπαν της μικρής Ελένης για πρώτη φορά στη σελ. 64, όπου ακούγεται από τη γιαγιά το ρήμα «πεθαίνω». Και η άλλη, η άγρια, αφιλόξενη, σκοτεινή όψη της ουτοπικής Μία στη σελ. 65. «“Σκέτο παραμύθι για ανήλικα είναι η ιστορία με τη Μία”, της έλεγα προκλητικά. Ήταν η μόνη φορά που μου θύμωνε. Συννέφιαζε το πρόσωπό της. Άλλαζε η όψη της. “Η Μία υπάρχει, πρέπει να με πιστέψεις. Πώς αλλιώς θα μπορούμε να είμαστε οι φίλες που είμαστε; Πώς θα συνεχίσουμε τα δικά μας;”. Υποχωρούσα. Δε γινόταν αλλιώς» (σελ. 60). Αυτός είναι και ο μόνος κανόνας στο παιχνίδι όπου συμπράττουν γιαγιά και εγγονή: η πίστη άνευ όρων και ορίων. Ούτε καν τα όρια της λογικής δεν ισχύουν. Αυτή η απαίτηση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και πίστης στα λεγόμενα της γιαγιάς επανέρχεται με δραματικό τρόπο στις σελίδες 61, 63 και 69.  Αλλά και το μοτίβο της σιωπής έχει την τιμητική του (στις σελίδες 44, 45, 61, 62 και 64). «Ολωνών ο λόγος τη σιωπή θα είχε σαν αφετηρία. Άλλωστε, τόση ώρα που σου μιλάω, το θόρυβο αυτής της σιωπής δεν πασχίζω να καλύψω; Μα, ναι, μην κρυβόμαστε. Δεν ωφελεί. Μηνύματα, λέξεις, χειρονομίες, τι αλλάζει; Η σιωπή θα κυβερνά. Τα λόγια που θα ψάχνουν τις χαμένες σημασίες των λέξεων και κουρασμένα θα λιγοστεύουν, όλο και θα λιγοστεύουν. Και πρόσωπα θ’ αναζητούν το πρόσωπό τους. Τις ξένες πατρίδες μέσα στο ίδιο τους το αφιλόξενο σπίτι. Οι πάγοι κι έπειτα οι αναπάντεχες ξηρασίες» (σελ. 44-45). Κι αμέσως μετά ο δραματικός μονόλογος της μεγάλης Ελένης διαφοροποιείται. Η κλινική ψυχολόγος-συγγραφέας γνωρίζει πώς να αποφεύγει το Σκότος και να αλαφραίνει τον τόνο της κουβέντας, γνωρίζει πώς να προσθέτει φωτεινότερα χρώματα στον πίνακα του Ερέβους: «Τα παραλέω; Χάνομαι στην υπερβολή; Φταίει ίσως η διάθεσή μου, που αλλάζει καθώς σιγά-σιγά πέφτει το σκοτάδι. Κι άντε να βρω μέσα μου τα άλλα χρώματα. Άντε να μαντέψω μέσα στο μαύρο το χρυσαφένιο, το πορτοκαλί, το μοβ. Και μάλιστα, μονάχη μου, δίχως τη δική της παρουσία. Ολομόναχη» (σελ. 45).

Ο δραματικός αυτός μονόλογος απευθύνεται σε έναν φανταστικό ακροατή, τον αναγνώστη. Κι αυτό φαίνεται καθαρά για πρώτη φορά στη σελ. 39. Στη σελ. 53 η αφηγήτρια απευθύνεται πάλι στον ακροατή-αναγνώστη, ενώ στη σελ. 55 εμφανίζει, με αριστοτεχνικό τρόπο, το ανικανοποίητο του ακροατή, μέσα από μία ρητορική ασυμφωνία μεταξύ αφηγητή-αναγνώστη: «Δε νομίζεις ότι αυτό και μόνο δεν αρκεί; Όχι; Πώς; Τι λες; Τίποτα δεν αρκεί;» Τεχνικές που χρησιμοποίησε αποτελεσματικά ο Κοκτό στη θεατρικά μονολογική «Ανθρώπινη Φωνή» του, χρησιμοποιεί κι εδώ η Φωτεινή Τσαλίκογλου. Αυτό το έργο της θα ανέβαινε στο θέατρο, χωρίς καμία – ή με ελάχιστες δραματουργικές παρεμβάσεις. Γιατί έχει ρυθμό, συνοχή, ποικιλία θεμάτων που συνυφαίνονται αρμονικά, ψυχολογικό ενδιαφέρον, μεταπτώσεις του θυμικού, σουρεαλιστικές υπερβάσεις και ποιητικά χωρία υψηλής πυκνότητας. Κι αυτή είναι η πρότασή μου. Καλώ τους σκηνοθέτες και τις ηθοποιούς να μελετήσουν αυτό το ρόλο της μεγάλης Ελένης, της απελπισμένης Ελένης, που θυμάται νοσταλγικά τα μικράτα της, δίπλα σε μια εξιδανικευμένη, ονειρικά σουρεαλιστική, «τρομερή» γιαγιά.

Ο φανταστικός ακροατής της αφηγήτριας παύει να είναι ένας (στις σελίδες 75-76), και γίνονται όλοι οι αναγνώστες συμμέτοχοι του λογοτεχνικού παιχνιδιού της: «Δε με πιστεύετε; Ανοίξτε διάπλατα το παράθυρο και τα μάτια σας και κοιτάξτε πέρα μακριά στον ουρανό. Κι αν δεν διακρίνετε τίποτα, κάντε το με λίγο περισσότερη προσοχή. Με λίγο περισσότερη πίστη, Ή έστω, με λίγο περισσότερη χάρη. Ναι, η χάρη αρκεί!»