Δεν είναι εύκολο να γράψει κάποιος την ιστορία μιας ήττας, δεν είναι εύκολο να καταγράψει την καταστροφή των –παραπλανημένων, ανυπόστατων;– ονείρων ενός ολόκληρου λαού. Ο Γερμανός συγγραφέας Βάλτερ Κεμπόφσκι (1929-2007) –που συστήνεται για πρώτη φορά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό από τις εκδόσεις Δώμα– καταφέρνει να δώσει με συγκλονιστικό τρόπο την κατάρρευση του ανατολικού μετώπου μέσα από τα μάτια των ανθρώπων που έτυχε να ζουν κοντά σε αυτό.
Χειμώνας του 1945. Ένας βαρύς, σκληρός χειμώνας γεμάτος χιόνι και παγωνιά. Το ανατολικό μέτωπο καταρρέει και ο Κόκκινος Στρατός προελαύνει. Ο αχός των κανονιών είναι πλέον διαρκής και αντιληπτός από τους κατοίκους του Μιτκάου. Όμως, στο Γκεόργκενχοφ, στο αρχοντικό της ξεπεσμένης αριστοκρατικής οικογένειας Φον Γκλόμπιχ, η ρουτίνα δεν φαίνεται να διαταράσσεται. Ο πατέρας, αξιωματικός της Βέρμαχτ, βρίσκεται στην Ιταλία. Η γυναίκα του, η Καταρίνα, μια καλλονή που έχει γίνει αντικείμενο θαυμασμού και φθόνου στην περιοχή, φαίνεται απομονωμένη, κλεισμένη στον εαυτό της και αδιάφορη για τα όσα συμβαίνουν γύρω της. Ο γιος, ο δωδεκάχρονος Πέτερ, ασχολείται συνεχώς με το μικροσκόπιό του και παίζει μόνος του στο χιόνι, χωρίς να έρχεται σε επαφή με τα παιδιά που κατοικούν στον απέναντι συνοικισμό. Μόνη του συντροφιά είναι ο Δρ. Βάγκνερ, ο καθηγητής που έρχεται να του κάνει ιδιαίτερα μαθήματα. Το σπίτι έχει αναλάβει να διαχειριστεί μια μακρινή συγγενής, την οποία φωνάζουν Θείτσα, μαζί με δύο Ουκρανές υπηρέτριες και έναν Πολωνό επιστάτη. Η ησυχία και η καθημερινότητα διακόπτονται όταν αρχίζουν να περνούν έξω από το αρχοντικό κάρα γεμάτα πρόσφυγες, όχι ξένους, όχι από γειτονικές χώρες, αλλά πρόσφυγες Γερμανούς που βρίσκονται κοντά στο μέτωπο. Οι επισκέπτες που περνούν από το αρχοντικό και βρίσκουν προσωρινό καταφύγιο φέρνουν ειδήσεις που προβληματίζουν τους ενοίκους του, αλλά δεν τους οδηγούν σε άμεσες αποφάσεις. Μήπως πρέπει να φύγουν κι αυτοί; Και τι πρέπει να πάρουν μαζί τους; Είναι πραγματικά αληθινά τα όσα μαθαίνουν; Είναι δυνατόν να καταρρέει η υπερδύναμη της Γερμανίας;
Στο πρώτο μέρος της ιστορίας κυριαρχεί ο αργός ρυθμός και η έμφαση στη λεπτομέρεια, μια αφηγηματική τεχνική που συνάδει με την περιγραφή της αδιατάρακτης έως τότε καθημερινότητας του Γκεόργκενχοφ και των ενοίκων του. Ακριβώς όπως ο μικρός Πέτερ χρησιμοποιεί το μικροσκόπιό του για να παρατηρήσει τον φυσικό κόσμο, έτσι κι ο συγγραφέας σκύβει πάνω από το παλιό αρχοντικό και τους ανθρώπους που το κατοικούν ή το επισκέπτονται και παρατηρεί την ολική πίστη τους, όχι στο καθεστώς ή στον Χίτλερ, αλλά στην αυτοπεποίθηση που είχε δημιουργηθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή του πολέμου. Δεν είναι δυνατόν να νικηθεί αυτός ο στρατός, είναι σίγουροι για αυτό. Στο δεύτερο μέρος ο ρυθμός αλλάζει, γίνεται πιο γρήγορος και αγχώδης. Η φυγή είναι επιβεβλημένη και ο δρόμος της προσφυγιάς η μόνη επιλογή. Οι ένοικοι του αρχοντικού έχουν σκορπιστεί, οι συγγενικοί δεσμοί βρίσκονται στο πίσω μέρος του μυαλού τους και αυτό που μετρά είναι η απομάκρυνση από το μέτωπο. Και το καραβάνι των προσφύγων δεν ξεχωρίζει φτωχούς από αριστοκράτες, ο φόβος δεν διακρίνει καλούς από κακούς και η ελπίδα είναι φευγαλέα και άπιαστη, ακριβώς επειδή σε όλη τη διαδρομή η σκέψη που κυριαρχεί είναι ότι την τελευταία στιγμή όλα θα αλλάξουν, η Γερμανία θα τα καταφέρει.
Ο συγγραφέας με ψυχρό και ψύχραιμο ύφος, χωρίς μελοδραματισμούς και εξάρσεις δίνει την εικόνα του τέλους του γερμανικού ονείρου από την πλευρά του λαού, των απλών ανθρώπων. Ο απρόσιτος, αλλά απρόσμενα αντιστασιακός πάστορας, ο αυστηρός και σχεδόν μέχρι τέλους ανυποχώρητος τοπικός κομματάρχης των ναζί, η βιολίστρια που εμψυχώνει τα στρατεύματα και ένας μεγάλος αριθμός δευτερευόντων χαρακτήρων που παρελαύνουν στην ιστορία δίνουν μια συνολικότερη άποψη του μεγέθους της ήττας για τον απλό πολίτη. Δεν υπάρχει το απόλυτο κακό ή καλό στην ιστορία αυτή, υπάρχει πίστη στο συμφέρον και στη σιγουριά της καθημερινότητας που μέχρι τότε δεν είχε επηρεαστεί. Και πιθανόν αυτή είναι η μεγαλύτερη τραγωδία των χαρακτήρων: η πτώση τους, όχι από τα ιδεώδη αλλά από την αφέλεια ότι ο πόλεμος δεν μπορεί στην πραγματικότητα να τους επηρεάσει. Όμως, ο πόλεμος πάντα φτάνει στο κατώφλι σου, κανείς δεν μπορεί να τον αποφύγει.