Τον Γιάννη Μακριδάκη τον γνωρίζουμε ως συγγραφέα από το 2009, από τη νουβέλα «Η δεξιά τσέπη του ράσου», που είχε κάνει ιδιαίτερη αίσθηση, αν και είχε προηγηθεί, το 2008, το μυθιστόρημά του με τίτλο «Ανάμισης τενεκές». Ξανασυναντώντας τον σήμερα με το επίκαιρο μυθιστόρημα «Όλα για καλό», μπορούμε να πούμε ότι έχει δημιουργήσει ένα διακριτό στυλ αφήγησης εδραιώνοντας τη θέση του στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνική παραγωγή.

Κεντρικοί ήρωες του τελευταίου βιβλίου του Μακριδάκη είναι ο Δημοσθένης, κοντά ή λίγο μετά τα σαράντα, πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου της περιοχής, η Κατρίν, μια Ελληνογερμανίδα λίγο κάτω από τα τριάντα που έχει έρθει στο νησί, από το οποίο κατάγεται, για να βοηθήσει με το προσφυγικό, και ο καπτα-Φώταρος, ένας παλαίμαχος ναυτικός, όπως λέει και τ΄όνομά του, κοντά ή λίγο πάνω από εξήντα χρονών. Γύρω τους περιστρέφονται τα υπόλοιπα πρόσωπα του μυθιστορήματος, η κυρα-Στάσα, η κυρα-Καλή (σύζυγος του Φώτη, όνομα κα πράγμα), ο παπα-Σίωρος, το αντίπαλο δέος του Φώταρου∙ και βέβαια ο Μιχάλης με το «σκοτεινό» παρελθόν, πρόσωπο-κλειδί στην εξέλιξη του μυθιστορήματος.

Όλα ξεκινούν όταν ένα χειμωνιάτικο βράδυ, κατεβαίνοντας οι τρεις τους στην παραλία για να περιμαζέψουν  πρόσφυγες και να τους γλιτώσουν από τους επιτήδειους που τους παίρνουν τη βάρκα προτού βγουν στη στεριά, βρίσκουν το πτώμα ενός μετανάστη που τον έχουν ξεβράσει τα κύματα. Πάνω του ο Μουεζίν, όπως λέγεται ο μαροκινής καταγωγής πρόσφυγας, έχει έναν μικρό θησαυρό. Ο Δημοσθένης, η Κατρίν και ο καπτα-Φώταρος θα του κάνουν μια κανονική κηδεία αλλά δεν θα τον δηλώσουν στις αρχές, λόγω ακριβώς αυτού του χρηματικού ποσού που μπορεί να χρηματοδοτήσει τα σχέδιά τους να μετατρέψουν το παλιό λεπροκομείο του νησιού σε κέντρο φροντίδας για τους πρόσφυγες. Παράλληλα, ο Καχραμάν και η Γιασμίν, ένα ζευγάρι νεαρών προσφύγων που φθάνουν κι αυτοί στο νησί και περιθάλπονται από τους νησιώτες μας και τους φίλους τους, αποκτούν το πρώτο τους παιδί. Γύρω από μία γέννηση και δύο θανάτους (τον δεύτερο  δεν τον καταγράφουμε εδώ για να μην αποκαλύψουμε την πλοκή) και μέσα από τρία διαδοχικά δείπνα οργανώνεται το μυθιστόρημα, προσφέροντας στον αναγνώστη μια στέρεη ιστορία που, παρά την κάποια προβλεψιμότητά της, θα κρατήσει το ενδιαφέρον του μέχρι την τελευταία σελίδα. Παράλληλα ο συγγραφέας δίνει και μια όψη του προσφυγικού προβλήματος, από την πλευρά των νησιωτών, που αναπόφευκτα «αγγίζει» πολιτικές επιλογές και θέσεις, αλλά και μια πτυχή της τοπικής ιστορίας και των κοινωνικών και κάθε λογής προκαταλήψεων. Στις αδυναμίες του κειμένου θα συγκαταλέγαμε κάποιες επαναλήψεις και, ίσως, την ευκολία με την οποία εκφέρεται το μήνυμα που υποδηλώνει ο τίτλος.