Τρία χρόνια μετά το δυστοπικό μυθιστόρημα «Κι αν δεν ξημερώσει;» η πεζογράφος Μαρία Κουγιουμτζή επανέρχεται με μια συλλογή διηγημάτων, ένα μεγάλο μέρος των οποίων έχει ήδη δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά, αν και έχουν υποστεί επεξεργασία για την παρούσα έκδοση.  Ένα μπουκέτο λουλούδια μοιάζουν αυτά τα διηγήματα, καθώς τα περισσότερα είναι αφιερωμένα σε κάποιον φίλο ή φίλη, μερικές φορές και σε περισσότερα από ένα πρόσωπα. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται γνωστοί λογοτέχνες, ενώ ολόκληρο το βιβλίο είναι αφιερωμένο στην ποιήτρια Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου. Έτσι, οι ιστορίες μοιάζουν να είναι μια προσφορά, μια κατάθεση για τα ανθρώπινα, με απώτερο σκοπό ένα άγγιγμα, όπως δηλώνει και ο τίτλος της συλλογής.

Κάποια διηγήματα απηχούν γεγονότα μιας περασμένης εποχής, συνήθως της περιόδου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και εκείνης που ακολούθησε, και φθάνουν μέχρι τους σύγχρονους πολέμους, όπως το «Ένα εμφύλιο επεισόδιο», «Οι ναυαγισμένοι» ή ακόμα το εναρκτήριο διήγημα «Ο Βάλτος», που αντανακλά τοπικούς ανταγωνισμούς σε μια ομιχλώδη ατμόσφαιρα. Άλλα διαδραματίζονται στο παρόν και αποτυπώνουν κοινωνικά προβλήματα που είναι πιο έντονα σήμερα, όπως τα «Περνώντας πλάι τους» και «Ακόμα ένα βράδυ στο δρόμο». Μια δεσμίδα διηγημάτων σκιαγραφούν την εικόνα μιας γιαγιάς που δεν είναι η συνήθης καλοκάγαθη γριούλα των παιδικών χρόνων («Οι ψυχές της γιαγιάς μου», «Με τη γιαγιά», «Η διαθήκη»). Ορισμένα διηγήματα ιστορούν απιστία («Με τη φωνή του») ή αιώνιο έρωτα («Νίνα»), ερωτικές ιστορίες, πάθη και αδιέξοδα, οικογενειακές ιστορίες («Χορεύοντας»), κρυμμένα μυστικά («Το κλειδωμένο δωμάτιο»). Στο δεύτερο μισό της συλλογής, δύο ξεχωριστά διηγήματα, «Ο φωτογράφος» και το φιλοσοφικό «Οι παίχτες», διαδέχονται το ένα το άλλο, ενώ το καταληκτήριο, διακειμενικό, υπέροχο «Υπόγειο», είναι αφιερωμένο στην Κική Δημουλά.

Η Μαρία Κουγιουμτζή δεν χρειάζεται συστάσεις. Τα διηγήματά της που περιλαμβάνονται σε αυτή τη συλλογή θα τα επισκεπτόμαστε ξανά και ξανά για να αντλήσουμε από το βάθος τους,  την ευθυβολία τους, την τρυφερότητά τους.