Οι «Οικογενειακοί δεσμοί» της Κλαρίσε Λισπέκτορ (1920-1957) είναι μια συλλογή διηγημάτων που επιτρέπει, ίσως, να προσεγγίσουμε με περισσότερα εφόδια μια από τις σημαντικότερες συγγραφείς της πορτογαλικής γλώσσας. Τα περισσότερα διηγήματα της συλλογής γράφτηκαν στη Βέρνη της Ελβετίας, όπου η πολιτογραφημένη Βραζιλιάνα Λισπέκτορ έζησε με τον διπλωμάτη σύζυγό της και απέκτησε τον πρώτο της γιο (1946-49), εκδόθηκαν όμως πολύ αργότερα (1960) μετά τον χωρισμό της και την επιστροφή της στη Βραζιλία μαζί με τους δύο γιους της. Ίσως γι’ αυτό οι ηρωίδες στα περισσότερα από τα 13 διηγήματα είναι νέες γυναίκες, συνήθως παντρεμένες και με παιδιά, που ζουν μια απλή καθημερινή ζωή αλλά «βιώνουν μια στιγμή κρίσης που το σημάδι της είναι η έντονη απόλαυση με την οποία κοιτούν ξαφνικά τα πράγματα, η χαρά και ο οδύνη που αντλούν από αυτό», όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο. Έτσι, για παράδειγμα, στο ομώνυμο διήγημα, η στιγμή αυτή έρχεται αφού η Καταρίνα αποχαιρετήσει τη μητέρα της και επιστρέψει στο σπίτι για να πάει μια βόλτα με τον «αδύνατο και νευρικό» γιο της, προκαλώντας τη ζήλια του νεαρού συζύγου και πατέρα. Για την Άννα πάλι, στην «Αγάπη», καθοριστική θα είναι η στιγμή που βλέπει από το παράθυρο του τραμ έναν τυφλό άνδρα στη στάση, χάνει τη στάση της και βρίσκεται στον Βοτανικό Κήπο όπου βιώνει μια αποκάλυψη για τη φύση της αγάπης της: αυτή που «είχε φυτέψει τους σπόρους που είχε στο χέρι, όχι άλλους, αλλά μονάχα αυτούς. Και δέντρα ξεπετάγονταν. Ξεπεταγόταν η σύντομη κουβέντα της με τον εισπράκτορα του ρεύματος, ξεπεταγόταν το νερό γεμίζοντας τη σκάφη, ξεπετάγονταν τα παιδιά της, ξεπεταγόταν το τραπέζι γεμάτο φαγητό, ο σύζυγος που επέστρεφε με τις εφημερίδες και χαμογελούσε πεινασμένος, το μονότονο τραγούδι των υπηρετριών της πολυκατοικίας. Η Άννα έδινε σε όλα, γαλήνια, το μικρό και δυνατό της χέρι, το δικό της ρεύμα ζωής» (σελ. 19-20).
Για τη Λάουρα, στη «Μίμηση του ρόδου», η στιγμή θα έρθει όταν θα αποφασίσει να κάνει δώρο τα άγρια τριαντάφυλλα που είχε αγοράσει στη λαϊκή το ίδιο πρωί επειδή επέμενε ο ανθοπώλης, για τη δεκαπεντάχρονη μαθήτρια, στο «Κάτι πολύτιμο», το πρωινό συναπάντημα με δύο άνδρες στον δρόμο περιμένοντας το λεωφορείο για το σχολείο, για τους εκτός εποχής μασκαράδες, στο «Μυστήριο στο Σάου Κριστοβάου», όταν μπαίνουν λαθραία ένα μαγιάτικο βράδυ στον κήπο μιας οικογένειας για να κόψουν έναν υάκινθο, για τον Γάλλο εξερευνητή, στη «Μικρότερη γυναίκα στον κόσμο», όταν τη βλέπει να γελάει, για τον άνδρα που παρακολουθεί έναν θηριώδη εξηντάρη να τρώει σε ένα εστιατόριο, στο «Δείπνο», όταν βλέπει στα μάτια του ένα δάκρυ.
Η συγγραφέας προσεγγίζει την οικογενειακή εστία, όποια μορφή κι αν έχει αυτή, με πολλούς και πολυσήμαντους τρόπους – όταν δεν βυθοσκοπεί την ψυχή των ηρωίδων και των ηρώων της. Σε κάποια διηγήματα η αφήγηση μοιάζει πολυεστιακή, όπως στα «Χαρούμενα γενέθλια», που, προσωπικά, μας θύμισαν τους «Νεκρούς» του Τζέιμς Τζόις, σε άλλα πιο μυστηριακή («Ο βούβαλος»). Η περιγραφή τόσο του εξωτερικού όσο και του εσωτερικού τοπίου είναι ακριβής και επιδέξια και αποδίδεται στα ελληνικά από τον Μάριο Χατζηπροκοπίου, σύντομο βιογραφικό του οποίου παρουσιάζεται στο «αυτί» του βιβλίου.