Ένας υπέροχος άνθρωπος τον οποία είχα την τύχη να έχω δάσκαλο στο πανεπιστήμιο, στην ιστορία της τέχνης, μας είπε κάποτε ότι τα όλα τα έργα τέχνης πρέπει να τα κοιτάμε πρώτα με την καρδιά κι έπειτα με το μυαλό, με τη γνώση δηλαδή και την ανάλυση. Διαβάζοντας τις «Τρεις ζωές της Ελένης» του πρωτοεμφανιζόμενου Πέτρου Μπουνάκου και μην γνωρίζοντας τίποτα ούτε για την πλοκή της αφήγησης ούτε για τη γραφή του, θυμήθηκα εκείνα τα λόγια καθώς η συγκίνηση ανέβαινε από την καρδιά μου στα μάτια μου. Και το πρώτο που θέλω να πω για το βιβλίο, είναι ένα ευχαριστώ ως γυναίκα που κατάφερε με έναν εξαίρετο τρόπο να προσεγγίσει και να μπει στη γυναικεία ψυχή με τόση αγάπη και να την αποδώσει τόσο πειστικά και με τόση ένταση.
Η ηρωίδα της ιστορίας δεν είναι μια άγνωστη Ελένη: οι μεγαλύτεροι σίγουρα θα θυμάστε την ιστορία της, οι νεότεροι θα την έχετε ακούσει κάπου συνήθως ως αναφορά σε μια σκληρή τιμωρία ή σε μια σκληρή τύχη. Δεν το ήξερα όταν διάβαζα το βιβλίο και το συνειδητοποίησα σταδιακά καθώς εξελισσόταν η αφήγηση, ότι πρόκειται για υπαρκτό πρόσωπο: αυτό συνέβαλε περισσότερο όχι μόνο στην έκπληξη που δημιουργεί στον αναγνώστη το συγγραφικό εύρημα, αλλά και στο να την αγαπήσω περισσότερο, αφού δεν είναι πλάσμα του μύθου ή της φαντασίας, αλλά πραγματική γυναίκα. Αυτή λοιπόν η Ελένη μας λέει μέσα από το βιβλίο την ιστορία της σε πρώτο πρόσωπο: στην πραγματικότητα δεν νομίζω ότι είχε μιλήσει η ίδια ποτέ, στις φωτογραφίες της εποχής που αναζήτησα στο διαδίκτυο μου έδωσε την εντύπωση ότι ήταν ένα πλάσμα που είχε χάσει τη φωνή του για πάντα. Ο Πέτρος Μπουνάκος της έδωσε φωνή όμως και εκείνη απευθύνεται σε μας μέσα από τις σελίδες.
Γεννημένη γύρω στα 1920 σε μια ελληνική επαρχία στην περιοχή της Λαμίας, προϊόν ενός γάμου που έκρυβε φοβερά μυστικά από εκείνα που καταστρέφουν ζωές και δηλητηριάζουν τις ανθρώπινες καρδιές, είναι νεαρή κοπέλα τα χρόνια του Εμφυλίου. Και ερωτεύεται. Τα όσα συμβαίνουν στη συνέχεια στη ζωή της είναι ανάλογα μια αρχαίας τραγωδίας. Στο μυαλό μου έφερε την ιστορία της Αντιγόνης και νομίζω ότι ο συγγραφέας έμμεσα και άμεσα κάνει πολλές αναφορές στην ηρωίδα του Σοφοκλή. Το μίσος θα κόψει τη ζωή της στα δύο: το αδερφοκτόνο μίσος που είχε πλημμυρίσει τις καρδιές των ανθρώπων τότε αλλά και το μίσος που είχε γεννήσει στην ψυχή μιας άλλης γυναίκας εκείνο το οικογενειακό μυστικό που στοιχειώνει τις ζωές των ηρώων. Η Ελένη θα βιώσει μια μοίρα που την τοποθετεί στο ίδιο βάθρο με την Αντιγόνη. Και η ποιότητα του χαρακτήρα της, η δύναμή της, το θάρρος και το πάθος της, είναι ανάλογα. Αλλά ακόμα και μετά από πολλά μαύρα χρόνια, εκείνη θα αναστηθεί και θα ζήσει, αυτή τη φορά όπως επιθυμεί η ίδια: ελεύθερη και γεμάτη από τις αναμνήσεις των αγαπημένων της. Γιατί έτσι είναι η αληθινή αγάπη: και μια φορά να τη βιώσεις, κι ας τη χάσεις, φωτίζει τη ζωή σου για πάντα.
Πέρα από την ιστορία της Ελένης που συγκινεί, ο συγγραφέας έχει κάνει μια εξαιρετική δουλειά στην αφήγηση. Όλα ζωντανεύουν μπροστά μας: τα πρόσωπα, οι χαρακτήρες τους, τα γεγονότα της εποχής αλλά και οι κοινωνικές συνθήκες, ο τόπος και κυρίως το αγαπημένο βουνό της ηρωίδας, η Οίτη. Ο αναγνώστης νιώθει απολύτως όσα του περιγράφει η Ελένη στην αφήγησή της και είναι παρών σε κάθε επεισόδιο, κάθε ανατροπή και κάθε απόφαση της ηρωίδας, λες και ζει και ο ίδιος μαζί της όσο διαρκεί η ανάγνωση του βιβλίου. Κι αυτό είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα ενός καλού συγγραφέα.
Περιμένω πολλά ακόμα από τη γραφή του Πέτρου Μπουνάκου και κλείνω με ένα ελάχιστο πορτρέτο της Ελένης, με τα δικά της λόγια μέσα από το βιβλίο:
«Τότε, λοιπόν, που έκλεισα την πόρτα πίσω μου και πέταξα από το παράθυρο το κλειδί, δεν πίστευα πουθενά.
Ούτε σε Χριστό ούτε σε Παναγιά. Παρά μόνο σε δύο ιδέες: Της εκδίκησης για το χαμό των αγαπημένων μου και στην αναπνοή της Οίτης».