Αρχαιοελληνική τραγωδία στη Νιγηρία

Στο τελευταίο μέρος της τριλογίας του Αισχύλου, στους «Επτά επί Θήβας», ο Ετεοκλής αρνείται στον αδελφό του, Πολυνείκη, να παραδώσει τη βασιλεία της Θήβας, καίτοι κάτι τέτοιο είχε εξαρχής συμφωνηθεί από τους δύο.  Ο εξαπατημένος Πολυνείκης, με τη βοήθεια έξι βασιλιάδων, οργανώνει εκστρατεία κατά της Θήβας και του Ετεοκλή με σκοπό να πάρει αυτό που του ανήκει με τη δύναμη των όπλων. Οι Θηβαίοι, τελικά, νικούν αλλά η επικράτησή τους είναι πύρρεια, καθώς τα δύο αδέλφια πέφτουν νεκρά στο πεδίο της μάχης – το ένα χτυπημένο από το χέρι του άλλου.

Το αίμα που χύνεται από οικείο χέρι έχει άλλο ηθικό βάρος: κουβαλάει την ύβρη της αδελφοκτονίας και προοιωνίζεται μεγάλες τραγωδίες. Ας θυμηθούμε τη βιβλική περίπτωση του Κάιν και του Άβελ για να κατανοήσουμε το άχθος της πράξης.

Ο Νιγηριανός Τσιγκόζιε Ομπιόμα, στο πρώτο κιόλας βιβλίο του, βουτάει στα νάματα της αρχαίας τραγωδίας και μεταφέρει μια ιστορία αδελφοκτονίας σε ένα χωριό της χώρας του, τη δεκαετία του ’90, με λογοτεχνική ματιά που καταφέρνει να πλέξει τις λαϊκές δοξασίες της Αφρικής με τον δυτικό ορθολογισμό.

Τέσσερα αγόρια μιας πολυπληθούς οικογένειας σε ένα χωριό της Αφρικής, εκμεταλλεύονται την απουσία του κυριαρχικού πατέρα τους που διορίζεται ως τραπεζικός υπάλληλος σε μια απομακρυσμένη περιοχή, για να διευρύνουν τα όρια της καθημερινότητάς τους που μέχρι εκείνη τη στιγμή περιοριζόταν στον στενό οικιακό κύκλο. Ο πατέρας τους, ένας άνθρωπος εγγράμματος με το βλέμμα στη Δύση (διαβάζει μανιωδώς τον “Guardian”), ονειρεύεται τα παιδιά του να γίνουν ψαράδες γνώσεων και επαγγελματικών ευκαιριών κι έτσι να ξεφύγουν από τον καταπιεστικό κλοιό της χώρας τους, η οποία στο μεταξύ φλέγεται από την εμφύλια διαμάχη των βόρειων και των νότιων.

Τα παιδιά, όμως, προς χάριν του παιχνιδιού, προτιμούν να γίνουν απλοί… ψαράδες και μάλιστα στον ποταμό Όμι-Άλα, που σύμφωνα με την τοπική δοξασία θεωρείται καταραμένος. Σύντομα θα αποκαλυφθούν οι περιπέτειές τους, η μητέρα τους θα μάθει τα καθέκαστα και ο πατέρας τους, όταν θα τους επισκεφθεί, θα τους τιμωρήσει αναλόγως. Αυτό που δεν αποκαλύπτεται είναι η αρχή της τραγωδίας τους και το κουβάρι της μοίρας που έχει δέσει την οικογένεια. Τα παιδιά θα γνωρίσουν τον σαλό του χωριού, τον Αμπούλου, μια αποκρουστική μορφή που προφητεύει όλα τα μελλούμενα ως άλλος μάντης Κάλχας και ως Κασσάνδρα. Ο τρελός θα μαρτυρήσει στα παιδιά αυτό που πρόκειται να συμβεί: ο μεγάλος γιος της οικογένειας, ο Ικένα, θα κολυμπήσει σε ένα κόκκινο ποτάμι και θύτης θα είναι ένας από τα αδέλφια του. Κάτι που όντως συμβαίνει: ο πρωτότοκος Ικένα θα δολοφονηθεί από τον δευτερότοκο Μπόζου που με τη σειρά του, μη αντέχοντας το βάρος του αίματος, αυτοκτονεί. Η οικογένεια πέφτει σε μια σπείρα τρέλας και απόγνωσης (κυρίως η μητέρα), ενώ ο πατέρας προσπαθεί να κρατήσει ενωμένα τα κομμάτια που έχουν απομείνει. Φευ, ο κύκλος της τραγωδίας δεν έχει κλείσει. Αυτό που μένει να συμπληρώσει την τραγική εικόνα είναι η εκδίκηση που αποφασίζουν να πάρουν τα άλλα δύο αδέλφια και η οποία συμπυκνώνεται στον αφανισμό του Αμπούλου – του υπαίτιου για τα όλα τα δεινά της οικογένειας.

Το μυθιστόρημα γράφεται από τη σκοπιά του ενός από τα δύο παιδιά που έμειναν για να πάρουν πίσω το αίμα των αδελφών τους. Μόνο που αναπτύσσεται με την απόσταση δύο δεκαετιών από τα γεγονότα. Ο Μπένζαμιν, ο αφηγητής, είναι πλέον μεγάλος, έχει γευτεί ακόμη και την ύστατη σταγόνα του πικρού ποτηριού που επιφύλασσε η μοίρα στην οικογένειά του, έχει υποστεί τα δεινά και την τιμωρία. Τα δύο παιδιά, γεμάτα φόβο, αμφιβολίες, αλλά και παιδική ισχυρογνωμοσύνη, θα φτάσουν μέχρι τέλους: να βάψουν και τα δικά τους χέρια με το αίμα του Αμπούλου. Η Άτη οδηγεί αναπόδραστα στη Νέμεση και στην Ίτη. Τα δύο παιδιά θα διατρέξουν τη θρηνητική αλληλουχία με τρόπο σκληρό.

Παρά την αισιόδοξη ματιά στο τέλος του, ο Ομπιόμα κρατάει το ίσο σε όλο το υπόλοιπο μυθιστόρημα, πλέκοντας τις ζωές των ηρώων του με τρόπο θαυμαστά επιδέξιο. Οι αρχαιοελληνικές ραφές της ιστορίας συνδέονται άρρηκτα με τις αφρικανικές δοξασίες, την ταραγμένη πολιτική πραγματικότητα της Νιγηρίας, τον θρησκευτικό φανατισμό και τις τοπικές προκαταλήψεις. Με γλώσσα σχεδόν Τολστοϊκή, ο Ομπιόμα γράφει ένα μυθιστόρημα ζωντανό και παλλόμενο. Διόλου τυχαίο ότι οι «Ψαράδες» έθεσαν υποψηφιότητα για τα φετινά Booker. Η πολύ καλή μετάφραση ανήκει στην Ιωάννα Ηλιάδη.