«Όταν αναλογίστηκα αυτή την ιδέα του Φρανσουά τρόμαξα. Ο Θεός που καθοδηγεί την περιέργεια των ανθρώπων, το αμάρτημα που θα τους οδηγήσει στην πτώση χωρίς κανένα περιθώριο εξιλέωσης είναι σχήματα που δεν έχουν εκφραστεί μέσα από τη ζωγραφική. Σκεφτόμουν την Αδελφότητα, την ώρα που τα μάτια των Πατέρων θα αντίκριζαν αυτή τη σκηνή∙ θα με έλεγαν σίγουρα αιρετικό. Ο Φρανσουά με έβγαλε γρήγορα από αυτές τις σκέψεις πείθοντάς με ότι ένα προσεκτικό στήσιμο των ιδεών θα δημιουργούσε έναν πολύπλοκο καμβά που θα επιδεχόταν τόσες πολλές ερμηνείες, ώστε όσοι προσπαθούσαν να τον εξηγήσουν μονόπλευρα θα έπεφταν διαρκώς σε αντιφάσεις και θα φαίνονταν ανόητοι στα μάτια των άλλων. Με έπεισε να ζωγραφίσω τα ακροδάχτυλα των ποδιών του Αδάμ να αγγίζουν το κάτω μέρος από το καφτάνι του Θεού και να χαρίσω στα χείλη της Εύας ένα μειδίαμα για το οποίο δύσκολα θα μπορούσε κανείς να αποφασίσει αν εξέφραζε πόθο ή συστολή. Με τον τρόπο που ο Θεός τραβά το χέρι της, η Εύα αναγκάζεται να λυγίσει τα γόνατα∙ έτσι, η ένωσή της με τον Αδάμ φαίνεται αναπόφευκτη. Τα μάτια του Θεού τα κάναμε να κοιτούν προς τα έξω: προς το μέρος του θεατή. Ο Φρανσουά αρεσκόταν στη σκέψη πως ο αρχηγός της Αδελφότητας, ο ηγούμενος Μιχαήλ, θα κατανοούσε το βλέμμα του Θεού, θα φούσκωνε από κάποιον αδιόρατο κομπασμό μπροστά του και θα σκεφτόταν, έστω και στιγμιαία, πως εκείνο το βλέμμα τον καθιστούσε συνένοχο στη διαιώνιση μια άδικης πτώσης∙ και ύστερα θα έδιωχνε απότομα αυτόν το συλλογισμό, αρνούμενος να δεχθεί ότι το ανθρώπινο πεπρωμένο μπορεί να καθοριστεί από ένα τέτοιο θεϊκό τέχνασμα.»

(ΣΤ’ Γραφίδες του Νείλου, σελ. 116-117)

Το μυθιστόρημα «Οι πρωτόπλαστοι» του Σωφρόνη Σωφρονίου, που γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1970, σπούδασε Ψυχολογία στην Κύπρο και Νευροεπιστήμες στη Νέα Υόρκη, εργάστηκε για τρία χρόνια ως ερευνητής στο τμήμα Νευρολογίας του Νοσοκομείου Mount Sinai και από το 2010 ασχολείται με τη λογοτεχνική συγγραφή, τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για εκδόσεις του έτους 2015 από το υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου. Ο Σ. Σωφρονίου τιμήθηκε επίσης με το βραβείο «Μένη Κουμανταρέα», πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα της Εταιρείας Συγγραφέων (2016). «Οι πρωτόπλαστοι» είναι ένα πολύπλευρο και πολύπτυχο μυθιστόρημα, που εκτυλίσσεται σε τέσσερις ιστορικούς χρόνους, με διαφορετικές αφηγηματικές φωνές, επινοημένα και ιστορικά πρόσωπα, έντονη διακειμενικότητα,  θεολογικούς και άλλους προβληματισμούς.

Το βιβλίο ξεκινά το φθινόπωρο του 2011 με την αφήγηση της Αυγής, διδακτορικής φοιτήτριας Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, η οποία έχει έρθει στο κυπριακό χωριό Ασκάς για να φροντίσει τον κύριο Κώστα, συνταξιούχο δάσκαλο, αλλά και για να κάνει έρευνα για τις ξένες γυναίκες που φροντίζουν ηλικιωμένους στο χωριό. Στη συνέχεια παρακολουθούμε την ιστορία του Αντώνιου Λεοντίου (1896-1947), μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Κύπρου Λεόντιου. Ακολουθούν η ιστορία του πίνακα «Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων» που συνέθεσε ο Ιερώνυμος Μπος (1450-1516) και, τέλος, η ιστορία του Νίκου, γιου του κυρίου Κώστα, ως μεταπτυχιακού φοιτητή Βιολογίας στη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του 1980.

Κεντρική μορφή είναι ο Αντώνιος: έχοντας σπουδάσει Θεολογία, βρίσκεται για μεταπτυχιακά στη Νέα Υόρκη την εποχή του Μεγάλου Κραχ (1929) και αποφασίζει να σπουδάσει παράλληλα ζωγραφική. Έχει ήδη μαθητεύσει δίπλα σε δύο μοναχούς αγιογράφους σε μοναστήρι της Πάφου, που είχαν γνωρίσει τον ποιητή Αρθούρο Ρεμπό όταν βρέθηκε στην Κύπρο ως επιστάτης σε λατομείο και εν συνεχεία των εργασιών ανακαίνισης στην κατοικία του άγγλου κυβερνήτη στο Τρόοδος (1880). Εκείνοι θα του κληροδοτήσουν μια γραφίδα, με την οποία οι ζωγράφοι χαράζουν στην άκρη του πίνακα ένα κομμάτι του, εν είδει υπογραφής. Όταν κληθεί να επιστρέψει εσπευσμένα στην Κύπρο για να αναλάβει Μητροπολίτης Πάφου και εν συνεχεία εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, ο Λεόντιος προσπαθεί (βρισκόμαστε στην περίοδο της Αγγλοκρατίας στην Κύπρο) να ενώσει τους Κυπρίους και γι’ αυτό προσεγγίζει τον Αλή Πεσκέ, έναν πολύ ταλαντούχο νεαρό Τουρκοκύπριο μουσικό από τον οποίο ζητά να μεσολαβήσει για μια συνάντησή του με τον μουσουλμάνο μουφτή. Η συνάντηση δεν γίνεται ποτέ, ο Λεόντιος, λίγους μήνες μετά την εκλογή του, πεθαίνει και ο Αλή Πεσκέ δολοφονείται. Πίσω στην Ολλανδία του 15ου αιώνα, ο Ιερώνυμος Μπος ζωγραφίζει, βασισμένος σε μια ιδέα του φίλου του εξόριστου γάλλου ποιητή Φρανσουά Βιγιόν (γεν. 1431, άγνωστη η χρονολογία του θανάτου του), το τρίπτυχο του πιο γνωστού πίνακά του για λογαριασμό της Αδελφότητας της Ευλογημένης Μαρίας. Η παρουσίαση αυτού του πίνακα στη Νέα Υόρκη την εποχή που ήταν εκεί ο Αντώνιος-Λεόντιος, αλλά και η παρουσία, στην ίδια πόλη, πολλά χρόνια αργότερα, του Νίκου, που περνά μια δύσκολη φάση της ζωής του, αποτελεί εκείνο  το στοιχείο της πλοκής που προσδίδει μια χροιά από «Κώδικα Da Vinci»  στο μυθιστόρημα του Σωφρονίου. Η περιήγηση στις θρησκευτικές σέχτες και στις αντιπαλότητές τους δεν μένει εκεί, ωστόσο, καθώς, εκτός από τη σύνδεσή της με την κεντρική ιστορία του πίνακα, φθάνει μέχρι την επίσκεψη στο Άγιο Όρος του (άθεου) Νίκου με τον καθηγητή του στο πανεπιστήμιο  Θεσσαλονίκης,  τον θρησκευόμενο Περικλή Ρούσο, και άλλους πανεπιστημιακούς καθηγητές.

Ένα μεγάλο μυστικό δένει τον Κώστα με τον Λεόντιο. Μια φωτογραφία που τραβήχτηκε στα σκαλιά της αρχιεπισκοπής με τον αρχιεπίσκοπο και τους επισκέπτες του θα διανύσει τις δεκαετίες και θα ενώσει τα πρόσωπα και την Ιστορία. Οι γραφίδες θα αλλάξουν χέρια και ιδιοκτήτες. Ο πίνακας του Ιερώνυμου Μπος θα μείνει ανοικτός σε ερμηνείες. Το μυθιστόρημα κλείνει εκεί όπου ξεκίνησε.

Ο Σωφρόνης Σωφρονίου κατάφερε όχι μόνο να ενώσει ετερόκλητα κατ’ αρχήν  υλικά, αλλά κυρίως να δώσει πνοή σε ιστορίες πραγματικών ή επινοημένων προσώπων, με ένα πλήθος αναφορών από τη ζωγραφική, τη μουσική, τη λογοτεχνία που εντάσσονται αρμονικά στο σύνολο, χαρίζοντάς μας ένα μυθιστόρημα υπερτοπικό, διαχρονικό, με αξιώσεις.