Art de la table

Ομοτράπεζοι, μα μηδέποτε ομόηχοι. Συνδαιτυμόνες σε μια κοινωνική συνθήκη που υπαγορεύεται από τις αυστηρές νόρμες του αστικού savoir faire. Ω, τι κόσμος μπορεί να μαζευτεί γύρω από ένα τραπέζι! Πόσες κοινωνιολογικές αναφορές ενδέχεται να περιέχει ένα πιάτο φαγητό; Το πιρούνι και το κουτάλι και το μαχαίρι όχι ως σερβίτσια, αλλά ως όπλα κατίσχυσης.

Ο Πιερ Ασουλίν στήνει έναν χορό μεταμφιεσμένων αστών γύρω από το σεπτό τραπέζι της Σοφί ντυ Βιβιέ και επειδή ο σκοπός του δεν είναι να τους κρύψει κι άλλο, τους αφήνει να δαγκώσουν αλλήλους, να αποκαλυφθούν, να απελευθερώσουν όλα τα ταπεινά, δυσώδη και βιτριολικά αποθέματα που διαθέτουν εντός τους (και διαθέτουν κάμποσα), να φανερώσουν τις μύχιες σκέψεις τους, τις ενοχές και τις φοβίες τους: εν τέλει, τον υφέρποντα και αναζωογονημένο, από τα πράγματα και τις συνθήκες, ρατσισμό τους. Τι όμορφη παραζάλη, αν σκεφτεί κανείς ότι ο Ασουλίν -τω όντι- κλείνει το μάτι στον μετρ Λουί Μπουνιουέλ και στην αξεπέραστη «Κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας», σε μια μεταμοντέρνα εκδοχή της –βεβαίως-, και χωρίς φυσικά τις σουρεαλιστικές αναφορές του Ισπανού σκηνοθέτη, που δεν είναι της δικής του ιδιοσυγκρασίας.

Το κοινό σημείο και των δύο είναι ότι βρίσκονται in context με την εποχή τους – και τι εποχή, έτσι; Γεμάτη αντιφάσεις κοινωνικές, ατομικές και μάλιστα εν αφθονία.

Η κυρία ντυ Βιβιέ, λοιπόν, παραθέτει ένα από τα κλασικά, μετρημένα σε κάθε απειροελάχιστη λεπτομέρειά τους, βαρετά, ιεροτελεστικά, δείπνα της. Τα πάντα είναι οργανωμένα στην εντέλεια: ποιοι θα έρθουν, πού θα κάτσουν, πόσο θα απέχουν οι πετσέτες τους από το πιάτο και τα πόδια τους από το τραπέζι. Μια παράδοξη γεωμετρία που είναι σύμφυτη με τη ματαιότητα του όλου εγχειρήματος.

Αυτή τη φορά, επίτιμος προσκεκλημένος είναι ένας Καναδός βιομήχανος με απώτερο σκοπό να πειστεί να «ντιλάρει» με τον άντρα της ντυ Βιβιέ.

Το θεατρικό περιβάλλον (κωμωδίας ή δράματος, άραγε;) είναι έντονο: το αριστοκρατικό Σεν Ζερμέν στέργει να εντάξει τα εκλεκτά τέκνα της αστικής τάξης στις αγκάλες του. Κι όμως εντός του σπιτιού –ω, της ειρωνείας- βρίσκεται εν εξελίξει ένα δράμα άνευ προηγουμένου: οι προσκεκλημένοι είναι 13. Γύρω από αυτή την περιπαιχτική –στα όρια του γκροτέσκου-, εκδοχή του γρουσούζικου 13 στήνεται ο χορός των μεταμφιεσμένων που αναφέραμε στην αρχή.

Η οικιακή βοηθός Σόνια καλείται από τους συνδαιτυμόνες να αλλάξει ρόλο και να ενδυθεί εκείνον της προσκεκλημένης – έτσι ώστε να συμπληρωθεί ο «κατάλληλος» αριθμός των παρόντων. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται: η λεπταίσθητη, γοητευτική, μετριοπαθής και συνεσταλμένη Σόνια αποκαλύπτει συν τω χρόνω (του δείπνου) πως κατάγεται από τη Μασσαλία, πως το πραγματικό της όνομα είναι Ουμελκχέιρ και πως όχι μόνο δεν είναι παρίας των γαλλικών βουλεβάρτων, αλλά σπουδάζει στη Σορβόνη (ναι, στη Σορβόνη που μέχρι πρότινος ήταν το άβατο των Γάλλων).

Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται: γύρω από αυτή την ανακάλυψη των ταυτοτήτων ο Ασουλίν τοποθετεί τη δράση του βιβλίου του. Μια δράση εσωτερική, με έντονες κοινωνικές και ψυχαναλυτικές αναφορές. Η αποδοχή του διαφορετικού, η πολυπολιτισμική εκδοχή της Γαλλίας,  η υποκρισία και ο ρατσισμός – όλα τούτα σε μια σκηνή (το σαλόνι της ντυ Βιβιέ) που δεν μπορεί να σκεπάσει τις εσωτερικές ωμότητες.

Ο Ασουλίν είναι μάστορας στην κοινωνική κριτική, χρησιμοποιώντας μάλιστα τη σμίλη της λεπταίσθητης ειρωνείας. Η στιλιστική δεξιοτεχνία των «Προσκεκλημένων» είναι ευδιάκριτη από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα. Είναι φανερό πως έχει δουλέψει το κείμενο λέξη προς λέξη και το αποτέλεσμα είναι καμωμένο από χέρι μαστορικό. Η μετάφραση της Ρίτας Κολαΐτη είναι εξαιρετική, το δίχως άλλο, ενώ οφείλουμε επίσης να σημειώσουμε τις καίριες παραθέσεις της στο τέλος του κειμένου, που βοηθούν όσους δεν γνωρίζουν επαρκώς τα… γαλλικά πράγματα.