Έρωτες και πολιτικοί ανταγωνισμοί στη μεσαιωνική Κύπρο

Ο Ανδρέας Κυριάκου κατάγεται από την Αμμόχωστο. Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έχει δίπλωμα ηλεκτρολόγου μηχανολόγου και είναι κάτοχος Master of Science του Πανεπιστημίου του Λονδίνου στη Μηχανική Συστημάτων. Εργάστηκε ως σύμβουλος πληροφορικής σε μεγάλη πολυεθνική εταιρία, είναι διευθυντής ποιότητας και ασχολείται ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική. «Οι πανοπλίες αλλάζουν χέρια» είναι το τρίτο μυθιστόρημά του.

Σε αυτό το βιβλίο, που φέρει τον υπότιτλο «Ο υπερασπιστής της Κατερίνας Κορνάρο», ο Κυριάκου αναφέρεται στην τελευταία βασίλισσα της Κύπρου  Κατερίνα Κορνάρο, κόρη βενετσιάνικης οικογένειας ευγενών, η οποία το 1468, σε ηλικία 14 ετών, αρραβωνιάστηκε με πληρεξούσιο στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας τον Ιάκωβο Β’, βασιλιά Ιερουσαλήμ, Κύπρου και Αρμενίας, νόθο γιο του Ιωάννη Β’ της δυναστείας των Λουιζινιανών. Ήταν μία ένωση σκοπιμότητας που διασφάλιζε τα συμφέροντα της Γαληνότατης Δημοκρατίας στο νησί της ανατολικής Μεσογείου. Ο γάμος τελείται το 1472 στον Άγιο Νικόλαο της Αμμοχώστου, αλλά το 1473 ο Ιάκωβος πεθαίνει σε ηλικία 33 ετών και την ίδια τύχη θα έχει την επόμενη χρονιά το βρέφος διάδοχος. Με το θάνατο του Ιάκωβου εντείνεται ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους οπαδούς της βασίλισσας Καρλότας, ετεροθαλούς αδελφής του Ιάκωβου από την οποία σφετερίστηκε το θρόνο και στους οπαδούς του Ιάκωβου. Τα δύο στρατόπεδα υποστηρίζονται από αντίπαλους βασιλικούς οίκους. Μέσα από ίντριγκες και συνωμοσίες οι Ενετοί επικρατούν τελικά παραμερίζοντας, όμως, την Κατερίνα, η οποία αναγκάζεται να εγκαταλείψει το θρόνο το 1489. Η Ενετοκρατία τερματίζεται περίπου έναν αιώνα αργότερα με την κατάληψη ολόκληρης  της Κύπρου από τους Οθωμανούς Τούρκους (1571).

Ο Κυριάκου επινοεί τον ιππότη Άλντο Λουίτζι από την Πάδοβα που έχει ελληνικές ρίζες και στέλνεται με μυστική αποστολή στην Κύπρο το 1469, για να προετοιμάσει την άφιξη της Κατερίνας. Ο 35άρης Άλντο, χήρος, χωρίς παιδιά, σαγηνεύεται από τη γοητευτική (και δολοπλόκο, όπως αποδεικνύεται αργότερα) κυρία των τιμών Άννα Μποτίνι, αλλά φθάνοντας στην Κύπρο θα ερωτευθεί την όμορφη Κύπρια αρχόντισσα Στέλλα Κομνηνού, χήρα του εμπόρου και αρχηγού του κυπριακού κόμματος Μιχαήλ Κομνηνού. Το μυθιστόρημα παρακολουθεί τον Άλντο στα χρόνια της βασιλείας της Κατερίνας, την οποία υπηρετεί πιστά, αλλά και μετά. Το βιβλίο «χωρίζεται» έτσι σε τρία μέρη, πριν, κατά και μετά το τέλος της βασιλείας της Κορνάρο, με τα δύο πρώτα να καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος. Μέσα από τις σελίδες του  παρελαύνουν πρόσωπα, έρωτες, φιλοδοξίες. «Οι πανοπλίες αλλάζουν χέρια» και όλοι συμμετέχουν στο παιγνίδι εκτός από τον ανυποψίαστο Άλντο και τη νεαρή Κατερίνα.

Μένοντας πιστός στα ιστορικά γεγονότα, τα οποία αντλεί, όπως αναφέρει ο ίδιος, από τα χρονικά του Λεόντιου Μαχαιρά και του Γεώργιου Βουστρώνιου, ο Κυριάκου παρουσιάζει μία περίοδο της ιστορίας της Κύπρου με εύληπτο τρόπο για τον (μη ειδικό) αναγνώστη. Οι ερωτικές περιπέτειες του ήρωα εξιστορούνται παράλληλα με τη διαπάλη εξουσίας γύρω από το παλάτι και συνδέονται, λίγο απλοϊκά ίσως, με τη μεταστροφή του Άλντο στην ορθοδοξία που φαίνεται να έχει ιδιαίτερη σημασία για το συγγραφέα. Οι ανταγωνισμοί των ξένων στην Κύπρο του δίνουν επίσης την ευκαιρία να υπογραμμίσει την τουρκική απειλή. Ενώ όμως η περιγραφή του ιστορικού πλαισίου είναι γενικά ακριβής, δεν φαίνεται να συμβαίνει το ίδιο και με την αναπαράσταση της εποχής. Ξενίζει η αναφορά σε σκέψεις και προβληματισμούς που είναι μάλλον σύγχρονοι ή ακόμη σε συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία ανήκουν σε μεταγενέστερες εποχές. Η αδυναμία αυτή εξισορροπείται εν μέρει από την ικανότητα του συγγραφέα να αφηγείται γλαφυρά και με άνεση την ιστορία του ιππότη, αναδεινύοντας παράλληλα τη γλυκύτητα της κυπριακής γης και τη γοητεία των μύθων της.