Η αφήγηση ενός ελάσσονος και εν τέλει ίσως και αμελητέου επεισοδίου στην ιστορία μιας ιδιαίτερα διάσημης οικογένειας

Είναι φθινόπωρο του 1959. Ο καιρός χαλάει κι ο Ρούμπεν Μπλουμ προσπαθεί αρκετά για να μη χαλάσει και η διάθεσή του: στις οικογενειακές ιλαροτραγωδίες που έχει να αντιμετωπίσει, το κολέγιο Κόρμπιν, όπου εργάζεται ως ιστορικός, έρχεται να του προσθέσει μιαν αγγαρεία. Του ζητά να συμμετάσχει στην Επιτροπή για την πρόσληψη ενός ακόμα ιστορικού – του Μπενσιών Νετανιάχου.

Ήδη το καθήκον αυτό ζορίζει τον Ρούμπεν Μπλουμ. Τα θέματα εβραϊκής Ιστορίας δεν είναι το επιστημονικό του πεδίο. Εκείνος είναι  αμερικανιστής – και μάλιστα με ειδίκευση στην Ιστορία της φορολογίας. Με ποια λογική θα πρέπει, επομένως, να ασχοληθεί με το έργο του Νετανιάχου; Το γεγονός ότι είναι  και ο ίδιος εβραϊκής καταγωγής δεν είναι λόγος, σκέφτεται. Υποχωρητικός όπως είναι, δεν δημιουργεί ζήτημα στο κολέγιο. Μέσα του άλλωστε σαλεύει η ανησυχία και για τη δική του μονιμοποίηση. Αποδέχεται. Ξεκινάει να μελετά το έργο του Νετανιάχου. Και σκοντάφτει από το ένα πρόβλημα στο άλλο.

Ο Νετανιάχου –τουλάχιστον με τα αμερικανικά ακαδημαϊκά– κριτήρια δεν είναι καν ιστορικός: το βιογραφικό του έχει κενά, το διδακτορικό του το πήρε από μια θεολογική σχολή εβραϊκών σπουδών στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ. Το έργο του είναι ανατρεπτικό – αλλά με ποιες αποδείξεις; Η δράση του – ξεφεύγει εντελώς από τα ακαδημαϊκά πλαίσια. Και το επώνυμό του, ήδη, δείχνει μια κατεύθυνση: Νετανιάχου σημαίνει θεόσταλτος, και είναι το ψευδώνυμο με το οποίο υπέγραφε ο πατέρας του –που λεγόταν στην πραγματικότητα Μιλεϊκόσκι– τα κηρύγματά του.

Μοιάζει πως το ερώτημα για τον Μπλουμ θα είναι, να στηρίξει ή όχι την αίτηση του Νετανιάχου; Με ποιο κριτήριο να τον κρίνει, με το εθνικό/θρησκευτικό ή με το επιστημονικό/ακαδημαϊκό;

Αλλά όχι.

Όταν εμφανίζεται ο Νετανιάχου στην πόρτα του Μπλουμ, για να φιλοξενηθεί (κολεγιακή απόφαση και αυτή), μαζί με την οικογένεια του, τη γυναίκα του Τζίλα με τα σπαστά αγγλικά της, και τους γιους του, Τζόναθαν, Μπέντζαμιν (Μπίμπι) και Ίντο, το ερώτημα γίνεται πολύ πιο άμεσο – επιτακτικό. Και τώρα τι κάνουμε;

Η οικογένεια Νετανιάχου έρχεται από έναν άλλο κόσμο και φέρνει την οικογένεια Μπλουμ στα όριά της. Ο Ρούμπεν βρίσκεται στο επίκεντρο μιας κωμωδίας καταστάσεων, προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία και το χιούμορ του – και μια κάποια υπηρεσιακή αξιοπρέπεια. Η γυναίκα του φτάνει στο όριο της κατάρρευσης: «ντρέπομαι για ανθρώπους με τους οποίους δεν νιώθω απολύτως καμία σύνδεση, μπροστά σε κάποιους άλλους ανθρώπους με τους οποίους επίσης δεν νιώθω καμία σύνδεση».

Στην τελευταία σελίδα του βιβλίου, κατάκοπος, μέσα στα χιόνια και στην παγωνιά, και ο Ρούμπεν, με μια μόνο λέξη, θα πει το ίδιο.

«Οι Νετανιάχου» δεν θα ήταν φυσικά το ίδιο βιβλίο, αν δεν λειτουργούσε σε δύο επίπεδα, αν δηλαδή στο campus novel δεν ερχόταν να προστεθεί το ιστορικό και πολιτικό στοιχείο: εάν, με άλλα λόγια, ο Μπενσιών Νετανιάχου δεν ήταν πραγματικό πρόσωπο, και εάν απουσίαζε από το βιβλίο η συζήτηση για το έργο και τη δράση του σε σχέση με τον σιωνισμό στην Αμερική και την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ.

Ο Τζόσουα Κοέν καταφέρνει με ανάλαφρο τρόπο να μιλήσει για ένα καθόλου ανάλαφρο ζήτημα, να συνδυάσει γουντιαλενικές σκηνές καθημερινής ζωής με σελίδες εβραϊκής Ιστορίας, να αξιοποιήσει το φαρσικό για να αναδείξει το σοβαρό, χωρίς πουθενά να εκπέσει σε μελοδραματισμό ή διδακτισμό, και διατηρώντας παντού το παιγνιώδες ύφος του.

Το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε στην Αμερική το 2021,  την εβδομάδα που ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου (δέκα ετών παιδί στο μυθιστόρημα) απομακρύνθηκε από την πρωθυπουργία του Ισραήλ, έπειτα από 12 χρόνια στη θέση αυτή. Η ελληνική έκδοση του βιβλίου κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2023 με τον Νετανιάχου ξανά στην πρωθυπουργία. Μια μη-σύμπτωση δεδομένης της πολύχρονης παρουσίας του στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής του Ισραήλ. Μια συγκυρία που ωστόσο φέρνει το βιβλίο στο προσκήνιο.

Η βράβευση του μυθιστορήματος με το Πούλιτζερ το 2022 είναι ίσως μεγαλύτερη έκπληξη από το γεγονός ότι ο Κοέν έλαβε αρνητικές απαντήσεις από 12 εκδότες στις ΗΠΑ, πριν το βιβλίο τελικά εκδοθεί, ενώ κανείς, όπως έχει πει ο συγγραφέας  σε συνέντευξή του, δεν ενδιαφερόταν για τα δικαιώματα έκδοσής του στο Ισραήλ, φοβούμενος μια μήνυση από τον πρωθυπουργό της χώρας. Το βιβλίο βασίζεται, κατά τον Τζόσουα Κοέν, σε πραγματικά περιστατικά που του αφηγήθηκε ο καθηγητής λογοτεχνίας Χάρολντ Μπλουμ.