Όλο το φως και όλο το σκοτάδι

Μια ναρκομανής πόρνη, μια εξαθλιωμένη ανθρώπινη ύπαρξη, και η μικρή της κόρη βρίσκονται άγρια δολοφονημένες σε μία τρώγλη, στο σύγχρονο Κάρντιφ της Αγγλίας. Μια υπόθεση ρουτίνας για την αστυνομία, δύο ακόμα αριθμοί στις στατιστικές, θύματα το πιθανότερο ενός διεστραμμένου πελάτη. Αλλά όχι για τη νεαρή αστυνομικό Φιόνα Γκρίφιθς: από την πρώτη στιγμή, ”υιοθετεί” κατά κάποιο τρόπο τις δύο νεκρές ψυχές και είναι αποφασισμένη να βρει το δολοφόνο τους – όχι μόνο γιατί υπάρχουν περίεργα στοιχεία στον τόπο του εγκλήματος, όπως μια πλατινένια πιστωτική κάρτα ενός δισεκατομμυριούχου που έχει πεθάνει πρόσφατα σε αεροπορικό δυστύχημα. Αλλά και γιατί η Φιόνα, που έχει μόλις αναρρώσει από μια ψυχολογική κατάρρευση, στοιχειώνεται από ένα τραύμα που της δίνει ένα είδος έκτης αίσθησης: μπορεί να ”μιλά” με τους νεκρούς, να μαθαίνει από αυτούς -με ένα δικό της, πολύ ιδιαίτερο τρόπο-, τα μυστικά που πήραν για πάντα μαζί τους στην άλλη ζωή. Και αυτά που της ψιθυρίζουν οι νεκρές, μάνα και κόρη, την οδηγούν -χρησιμοποιώντας και το άγουρο αστυνομικό της ένστικτο αλλά και κινήσεις εκτός της τυπικής νομιμότητας-, σε μια φρικτή ανακάλυψη: στον κόσμο εκείνων για τους οποίους οι ανθρώπινες ζωές δεν έχουν καμία άλλη αξία παρά μόνο ως αντικείμενα, αρκεί να πληρώσει κανείς το κατάλληλο χρηματικό ποσό.

Χτισμένο πάνω στην εύθραυστη ψυχολογικά προσωπικότητα της βασικής ηρωίδας -που όμως είναι ταυτόχρονα ένα πλάσμα αποφασισμένο να επιβιώσει και να τα καταφέρει στη δουλειά της-, το πρώτο αστυνομικό μυθιστόρημα του Χάρι Μπίνγκαμ είναι, κατά την εκτίμησή μου, εξαιρετικό δείγμα ενός νουάρ με κοινωνικό πρόσωπο που δεν εξαντλείται στο ”ποιος έκανε το φόνο”. Αναλύει με εξαιρετική διαύγεια και ρεαλισμό τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα αλλά και τους χαρακτήρες των ηρώων, ακόμα και όσων κάνουν ένα μικρό ”πέρασμα”, ως αληθινούς ανθρώπους και όχι ως τύπους ή καρικατούρες.

Υπάρχει πολύ σκοτάδι μέσα μας και γύρω μας, λέει το κείμενο, και όλοι μας δίνουμε καθημερινά τη μάχη μας για να το νικήσουμε – και δεν βγαίνουμε όλοι νικητές. Ο λόγος που άλλοι τα καταφέρνουν, ενώ άλλοι όχι, είναι απλός: γιατί βρίσκεται κάποιος που πιστεύει σε μας και στέκει στο πλευρό μας. ”Μου συμπεριφέρθηκε σαν ανθρώπινο πλάσμα και τελικά έγινα ανθρώπινο πλάσμα”, λέει χαρακτηριστικά η ηρωίδα για τον ψυχολόγο που τη βοήθησε να ξεπεράσει την τραυματική της εμπειρία. Αυτό κάνει και η ίδια, ακόμα και με τους παράνομους, με τις πόρνες από τις οποίες προσπαθεί να αντλήσει πληροφορίες, ακόμα και με τους νεκρούς, γιατί υπήρξαν ανθρώπινα πλάσματα.

Σπάνια έχω διαβάσει αστυνομικό που να με συγκίνησε όσο το παρόν. Και υπάρχουν δύο σκηνές στο βιβλίο που είναι τόσο βαθιά ανθρώπινες ώστε προσωπικά δεν μπορώ να τις ξεχάσω, έμειναν στη μνήμη μου για πάντα. Παράλληλα, το ανθρώπινο αυτό συναίσθημα δεν μειώνει σε τίποτα το μυστήριο και τη δράση ενός κλασικού αστυνομικού, ενώ η εξαιρετική μετάφραση του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη είναι ένα ακόμα μεγάλο υπέρ του βιβλίου. Σας το προτείνω ως ένα ανάγνωσμα που, παρά τη βία και την αρρώστια του κόσμου τούτου στην οποία είναι βουτηγμένο, θα ζεστάνει την καρδιά σας, ενώ η ηρωίδα του, στους δύσκολους καιρούς που ζούμε, έχει να σας πει κάτι πολύ σημαντικό με το τσαγανό και την επιμονή της να αγωνίζεται: ”Ποτέ δεν παλεύεις όπου ή όταν το επιλέγεις. Ποτέ δεν είσαι αντιμέτωπος με την πάλη για την οποία είχες προετοιμαστεί. Είσαι αντιμέτωπος με την πάλη όταν έρχεται να σε βρει. Και τώρα είναι η στιγμή”.