«Λιμνάζουν στα μάτια μας οι εσοχές της νύχτας»

Η δεύτερη συλλογή της Άννας Γρίβα είναι μια έλικα ποιητικού γενώματος, που  αιφνιδιάζει τη λέξη εκεί που φυτρώνει στο σώμα σαν καταβολάδα. Βρισκόμαστε σ’ ένα περιβάλλον που θα μπορούσε να είναι η ιουράσια περίοδος της κοινωνικής και ποιητικής εξημέρωσης: «Είμαστε αγνοί αλλά καθόλου αθώοι». Οι στίχοι της Άννας «εξημερώνουν» τα νοήματα και διαπιστώνουν την απώλεια, όχι όμως χωρίς να επανεγκαταστήσουν με αυθεντικότητα τη δυνατότητα και για άλλες άγριες μέρες. Δε γράφει μια ποιητική περσόνα, γράφει ένας κένταυρος.

«Ποιήματα πως στόλισαν τα μυτερά μας δόντια»: διαβάζοντας ο αναγνώστης γίνεται μάρτυρας της γέννησης μιας γλώσσας, η ίδια η διαδικασία της ποίησης εκτυλίσσεται μπρος στα μάτια του, παρακολουθούμε το στίχο να ξεκινά από το κύτταρο, να γίνεται αίμα, κίνηση, αισθήματα για να καταλήξει σε μια νέα απεικόνιση του κόσμου, «τα καθαρά μαλλιά κάποιας γυναίκας, γεμάτες υγεία δέσμες ήλιου». Το ξαναγράψιμο του κόσμου, το ξαναζωγράφισμά του, είναι κάτι που μάλλον δεν τελειώνει ποτέ. Η Γρίβα «ξεχνάει λέξεις», βρίσκει όμως άλλες και θυμάται «μυστικά δένδρων», επανεφευρίσκοντας τη γλώσσα και τη δυνατότητα να υπάρχεις με νέους τρόπους. Τελικά οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν από γηρατειά, γηράσκουν επειδή κουράζονται να ανανεώσουν με το βλέμμα τους τον κόσμο. Ακριβές παράδειγμα αποτελεί το ποίημα «Αμφίβια»: «όταν στο ξύλινο τραπέζι μεγαλώνει ακόμα το δένδρο, και στη καρδιά του νεκρού αγριμιού δυναμώνει ακόμα ο χτύπος, τρομαγμένοι ψιθυρίζουμε πως το ένα είναι ο θάνατος και το άλλο η ζωή, μη μπερδευτεί κανένας και χαθεί μέσα σε όρια που δεν φαίνονται…».

Το βιβλίο αποτελείται από τέσσερις ενότητες: «Προϊστορία», «Πειράματα», «Φρεναπάτες»,  «Όνειρα». Η Άννα Γρίβα μάς δείχνει πώς να σκεφτόμαστε, πώς να κάνουμε χώρο για να σκεφτούμε, πώς να παραμερίσουμε τον εαυτό για να τον ξαναδούμε: «μόνο μη δώσω τη λύπη μας σε λάθος σημασία». Αποκορύφωμα τα εκπληκτικά ποιήματα «Από πού έρχονται τα ποιήματα», «Το μάθημα των μυρμηγκιών», «Οι τρόποι να μη λυπάστε».

Ανοίγοντας έναν νέο κόσμο ποιητικής  –να με συγχωρέσει η Άννα Γρίβα, χρησιμοποιώ αυτές τις λέξεις μόνο ως συμβάσεις–, θα μπορούσα να πω γενετικής ποιητικής, μας οδηγεί στο μεταβατικό χώρο της, εκεί που συναντά τις ποιητικές οντότητές της πριν τις μεταφέρει στις  καμπυλότητες των λέξεων: «Μου λεν η τρέλα σου ωρίμασε πια, φτιάξε γλυκό απ’ το κουκούτσι της» και αλλού, «όταν σκοτώνονται τα βλέφαρα, βρίσκουν μια ρύμη αφιλόξενη και πεινασμένη, τρόπους μεγάλους να ονειρεύονται, σαν το περίπατο του αστροναύτη».

«Κρυφό το πένθος των ανθρώπων» για τα όνειρα τους, που αφού πληρώσουν το τίμημα, κατρακυλούν στο δρόμο τους μεγαλώνοντας διαρκώς το κολοβωμένο τους σώμα. Το σώμα του ονείρου, όπως το ποιητικό σώμα δεν ακρωτηριάζεται οριστικά, κλαδεύεται για να μεγαλώσει.

Διαβάστε και απολαύστε αυτό το βιβλίο, σα να περιδιαβαίνατε σ’ έναν κήπο ναΐφ αλλά καθόλου της Εδέμ.