Ο ναζισμός μέσα από τη δράση των Γερμανίδων

Το μέτρο του Απόλυτου Κακού  έτσι όπως αναπτύχθηκε εκθετικά από τους ναζί, υπό τη φρικώδη ονομασία «τελική λύση», δεν είναι το γενικό και εν πολλοίς αόριστο φαντασιακό παραλήρημα της άριας ανωτερότητας, ούτε καν το πραγματιστικό κίνητρο του Χίτλερ να εδραιώσει το περιβόητο Lebensraum (ζωτικός χώρος στην Ανατολική Ευρώπη) με τη χρήση της ωμής και απάνθρωπης βίας. Ενδεχόμενα να είναι και αυτά, ωστόσο στις πίσω γραμμές της Ιστορίας στέκουν οι «πρόθυμοι εκτελεστές» όπως τους είχε χαρακτηρίσει ο Αμερικανός ιστορικός Ντάνιελ Γκολντχάγκεν στο ομώνυμο και πολυβραβευμένο βιβλίο του. Άνθρωποι που δεν έφεραν το βάρος της φαιής στολής των SS, που δεν χρειάστηκε να κουβαλούν πάνω τους τα δαιμονικά σήματα της Βέρμαχτ. Ήταν πολίτες που συντάχθηκαν ασμένως με τη δολοφονική μηχανή των ναζί και έγιναν βολικά γρανάζια της. Άνδρες και γυναίκες που για ευτελείς σκοπούς και ορμώμενοι από ταπεινά κίνητρα έλαβαν μέρος –άμεσα ή έμμεσα– στις θηριωδίες των πρωτοπαλίκαρων του Φύρερ. Τι ήταν αυτό που όπλισε το χέρι τους; Κάτω από ποιες συνθήκες δέχθηκαν να πάρουν τον ρόλο του αυτουργού; Ακόμη χειρότερα, γιατί επέτρεψαν στο κτήνος που κοιμόταν μέσα τους να τους κυριεύσει; Πέραν των όποιων ψυχολογικών επεξηγήσεων σύμφωνα με τις οποίες η μάζα κατευθύνεται (πάντα) από έναν ηγέτη που ξέρει να εκστομίζει διαπρύσια λόγια ή τον τρόμο να εμφανιστεί κανείς εξοβελιστέος (άρα εχθρός) μιας κοινωνίας που πάλλεται και ζητάει εκδίκηση, υπάρχουν και άλλες πιο κοινότοπες αφορμές. Όπως υπάρχουν και συναφείς αποσιωπήσεις από την επίσημη ιστορική καταγραφή. Μια τέτοια έρχεται να ανασύρει από τα σκοτεινά βάθη του παρελθόντος η μελέτη της Αμερικανίδας ιστορικού Γουέντι Λόουερ. Ήτοι: ο ναζισμός δεν ήταν μόνο μια ανδρική υπόθεση. Μπορεί οι άρρενες ακροατές του παράφρονα Χίτλερ να ήταν αυτοί που εδραίωσαν/μετουσίωσαν/εκτέλεσαν τον ριζοσπαστικό αντισημιτισμό του και μετέτρεψαν το ναζιστικό καθεστώς σε ένα γενοκτονικό σύστημα απύθμενης σκληρότητας, ωστόσο οι γυναίκες δεν έμειναν κομπάρσοι του αιμάτινου δράματος. Ξεπερνώντας κανείς τις έμφυλες προκαταλήψεις (μα, μπορεί μια μάνα να φερθεί με σκληρότητα σε ένα άλλο παιδί επειδή είναι Εβραιόπουλο;), έρχεται αντιμέτωπος με την έκτυπη εικόνα της εκτεταμένης συμμετοχής (λόγω και έργω) αρκετών γυναικών στη μανιχαϊστική βία των ναζί.

Το ιδεότυπο της γυναίκας-νοικοκυράς-ναζίστριας δεν είναι εύκολο να διακριβωθεί, αφ’ ης στιγμής συναντάει κανείς γυναίκες από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Πλούσιες, αλλά και φτωχές. Μορφωμένες, αλλά και άξεστες κοπέλες της επαρχίας. Όλες τους, όμως, έχουν ευνουχιστεί από μια πατριαρχική κοινωνία που μετά το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου ένιωθε προδομένη, ταπεινωμένη και αποζητούσε παντί τρόπω να πάρει το αίμα της πίσω (αφού προηγουμένως γνώρισε την αποτυχία της Βαϊμάρης).

Σχεδόν όλες τους είδαν το ταξίδι στην Ανατολική Ευρώπη ως μια εξαίσια ευκαιρία να φύγουν από το στενό οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον. Να θηρεύσουν εμπειρίες, να ανελιχθούν εργασιακά, να βιώσουν πρωτόγνωρες καταστάσεις και, γιατί όχι, να σχετιστούν με αξιωματούχους έτσι ώστε να εξελίξουν το ειδύλλιο σε γάμο (άρα εκ νέου το αίτημα της κοινωνικής ανέλιξης). Νοσοκόμες που αψήφησαν με τον πιο απάνθρωπο τρόπο ακόμη και τα ύστατα ψήγματα ανθρωπισμού και πήραν μέρος σε πειράματα ευγονικής. Διοικητικοί υπάλληλοι που υπέγραψαν αβρόχοις ποσί διατάγματα που έστελναν σωρηδόν κόσμο στον θάνατο. Γυναίκες στρατιωτικών που καίτοι δεν είχαν καμία δικαιοδοσία, έμοιαζαν πραγματικά με μαινάδες που σκορπούσαν τρόμο στους κρατούμενους. Ο Χίτλερ δεν δημιούργησε ένα ειδικό σώμα στρατού με γυναίκες – κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε ρήξη με το βασικό δόγμα του που ήθελε τη γυναίκα στο σπίτι, στον ρόλο τροφού, νοικοκυράς και μάνας των νέων άριων. Με ψύχραιμη καταγραφή και με ανάλυση που ξεφεύγει από τη στείρα επιστημοσύνη, η Λόουερ σκιαγραφεί τη φασματική δύναμη που ανέπτυξαν οι ναζί ολετήρες στην Ανατολική Ευρώπη, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που ανέδιδαν μυρωδιά θανάτου, αλλά και τη συμμετοχή των γυναικών στα δρώμενα – είτε εν αγνοία τους, είτε κατόπιν δικής τους απόφασης. Εξίσου σημαντικό είναι και το κομμάτι της έρευνας που περιλαμβάνει την επόμενη ημέρα. Ως άλλοι ήρωες του «Τενεκεδένιου Ταμπούρλου» του Γκίντερ Γκρας, οι άμεσα εμπλεκόμενες αντέδρασαν με σθεναρότητα στην παγκόσμια απαίτηση για απονομή δικαιοσύνης. Καμώθηκαν πως δεν ήξεραν και δεν είδαν. Πως άλλοι ήταν οι δολοφόνοι ή πως η νεότητα δεν τους επέτρεπε να δουν τη συνολική εικόνα του καθεστώτος. Μα, ακόμη και τα λογής δικαστήρια που ξεκίνησαν με το τέλος του πολέμου (σε Δυτική και Ανατολική Γερμανία) δεν κατάφεραν να αποδώσουν δικαιοσύνη από τη στιγμή που οι δικαστές αναζητούσαν τους πρωταίτιους των μαζικών δολοφονιών και όχι τα μικρά «ψάρια». Αρκετές γυναίκες (καταφανώς ψευδόμενες) κατάφεραν να γλιτώσουν την καταδίκη και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εκμεταλλεύτηκαν τη βολική σιωπή των δικαστών και της κοινωνίας που υπό το βάρος των τύψεων ήθελε εν τω άμα να γυρίσει σελίδα. Κι όμως, η απαρακώλυτη διάπραξη θηριωδιών δεν έγινε από κάποια φαντάσματα, ούτε από πλάσματα του εφιαλτικού νου. Κάποιοι σιώπησαν, άλλοι συνεργάστηκαν, κάμποσοι μετείχαν ως θεατές, αυτουργοί ή εκτελεστές. Ανάμεσα σε αυτούς τους «κάποιους» και γυναίκες.

Το βιβλίο της Λόουερ προστίθεται σε μια ατέρμονη σειρά ανάλογων προσπαθειών να διαλευκανθεί η πιο σκοτεινή περίοδος της ανθρωπότητας, του ναζισμού. Η Λόουερ στηρίζεται αρκετά στη βιβλιογραφία εξ ου και στο τέλος του βιβλίου παρατίθενται εκατό περίπου σελίδες με παραπομπές, ονόματα, διευθύνσεις, καθώς και φωτογραφίες των «πρωταγωνιστριών». Πρόκειται για ένα βιβλίο που αξίζει πραγματικά να διαβαστεί για να γίνει απόλυτα κατανοητό το εύρος της φρεναπάτης που κατέλαβε έναν λαό σε μια συγκεκριμένη χρονική συγκυρία και τον μετέτρεψε σε καλό αγωγό των πιο ταπεινών ανθρώπινων ιδιοτήτων. Όπως σημειώνει και ο Γιούργκεν Χάμπερμας, η Γερμανία εντάχθηκε στην Ευρώπη μόνο μετά το Άουσβιτς. Μόνο που οι εφιάλτες του Άουσβιτς, ακόμη και σήμερα, είναι άσβεστοι.

H μετάφραση ανήκει στον Αλέξη Καλοφωλιά.