«Τα πεπρωμένα που λησμονήθηκαν

αμέσως μόλις γεννήθηκαν·

τις τραγωδίες που δεν διέθεταν φωνητικές χορδές»

Μίλαν Κούντερα

Ο Θανάσης Χατζόπουλος σπούδασε ιατρική και ειδικεύτηκε στην παιδοψυχιατρική. Είναι ψυχαναλυτής. Το 2013 τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με το βραβείο Ποίησις για το σύνολο του έργου του. Έγραψε δοκιμιακά βιβλία, ένα παραμύθι και ποικίλα μελετήματα. Μετέφρασε Γάλλους ποιητές και Άγγλους ψυχαναλυτές. Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν σε 11 γλώσσες.

Το βιβλίο του «Οι λησμονημένοι», η πρώτη πεζογραφική δοκιμή του συγγραφέα,  εκδόθηκε το 2014 και αποτελείται από δυο νουβέλες, «Αννιώ» και «Αργύρης». Αφιερωμένο σε κάθε λησμονημένο, ξεχασμένο και αποτραβηγμένο από την κοινωνική δράση. Αναδεικνύεται η ζωή ανθρώπων χωρίς ιστορία, αποκλεισμένων για διάφορων ειδών λόγους. Η Αννιώ έχει νοητική υστέρηση και ο Αργύρης είναι επιληπτικός, αλλά ο συγγραφέας δεν τονίζει και δεν αναφέρεται εντελώς άμεσα σε αυτή την ιδιαιτερότητά τους. Δεν τον ενδιαφέρει να συνδέσει ο αναγνώστης εξαρχής τη συμπεριφορά των ηρώων με την ιδιαιτερότητά τους αυτή, αλλά αφήνει τον αναγνώστη να έρθει σε επαφή με την καθημερινότητά των ηρώων, με τα βιώματά τους και να προσπαθήσει να τους καταλάβει. Ο ίδιος ο συγγραφέας  δεν χρησιμοποιεί την ιδιότητά του ως ειδικού για να τους ψυχογραφήσει, αλλά δίνει τη σκυτάλη στον αναγνώστη. Η Αννιώ και ο Αργύρης δρουν στις σελίδες του βιβλίου, από τα νιάτα μέχρι τον θάνατό τους, σε μια δύσκολη καθημερινότητα που έχει το άρωμα της μοναξιάς, της περιθωριοποίησης, του φόβου και της απουσίας πολλών συναισθημάτων που τυγχάνει να βιώνουν οι «κανονικοί» άνθρωποι. Ωστόσο οι δυο αυτοί αντιήρωες ονειρεύονται, και προσπαθούν να βιώσουν μέσα από τον δικό τους τρόπο στιγμές που θα τους εξυψώσουν. Ο Αργύρης φτιάχνει μελωδίες με ένα φύλλο δάφνης στα χείλη και γνωρίζει τον έρωτα στα 60 του. Η Αννιώ δένεται συναισθηματικά με έναν σκύλο. Εάν η κοινωνία δεν τους περιθωριοποιούσε, θα μπορούσαν να ζήσουν σαφώς καλύτερα. Η δυσκολία που αντιμετωπίζουν στην προσαρμογή τέτοιου είδους άτομα θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από την κοινωνία στην οποία εντάσσονται. Δεν υπάρχει μόνο ένας τρόπος, ένα μόνο είδος ανθρώπου, ένας μόνος δρόμος, αλλά αντίθετα υπάρχουν αποκλίσεις, διαφορετικότητες, χαρακτήρες και άνθρωποι με ιδιαίτερες προσωπικότητες. Οι κανόνες και τα όρια περιορίζουν τη δράση των ανθρώπων σε μια κοινωνία μέσα σε συγκεκριμένα πλαίσια και οτιδήποτε αποκλίνει φαντάζει αντικανονικό και «μη κανονικό» και δημιουργείται η τάση να αποβάλλεται. Ωστόσο αυτή η προσέγγιση δεν είναι δημοκρατική, καθώς όλοι μας εν δυνάμει μπορούμε να βρεθούμε από το «κανονικό» στο «μη κανονικό». Η κοινωνία σε αυτή την περίπτωση λειτουργεί ως «δήμιος».

Οι νουβέλες έχουν μεγάλη έκταση, 150 περίπου σελίδες η καθεμιά, και παρουσιάζουν τη ζωή των ηρώων από τη γέννησή τους έως τον θάνατό τους. Υπάρχουν κάποια κοινά στοιχεία μεταξύ των δυο ηρώων. Έχουν και οι δυο κάποια ιδιαιτερότητα, δρουν στο περιθώριο χωρίς προσωπική ζωή, αλλά δεν είναι εντελώς απόβλητοι. Ο Αργύρης χάνει τη μητέρα του σε ηλικία 5 ετών και τον φροντίζει η αδερφή του, η Ματούλα, καθώς αντιμετώπιζε ο ίδιος κάποια προβλήματα υγείας. Παρακολουθούμε τη ζωή των δυο αντιηρώων από την παιδική τους ηλικία. Η Αννιώ όταν χάνει τη μητέρα της αποκόπτεται εντελώς από το κοινωνικό περιβάλλον και βυθίζεται στη μοναξιά. «Αφού το Αννιώ δεν είχε διαβεί ποτέ την πόρτα του σχολείου. Παιδί από εκείνα που η τύχη στέλνει για να σκλαβώσει γονείς μεσήλικες…» (σελ. 15). Ζούσε συντροφιά με ένα σκυλί σε μια πρόχειρη καλύβα.

Κοινά σημεία υπάρχουν και στον τρόπο θανάτου τους. Ο θάνατος τους βρήκε μέσα στη μοναξιά και την εγκατάλειψη. Η αφάνεια και η λήθη είναι παρούσες και στη ζωή και στον θάνατο των ηρώων. Και οι δυο ιστορίες αρχίζουν in medias res και με μια αναδρομή αναπληρώνεται το προηγούμενο διάστημα. Χρησιμοποιείται μια μόνο αφηγηματική φωνή και γίνεται χρήση λεπτομερειακής περιγραφής, χωρίς παρεμβολή διαλόγων. Ο λόγος είναι φυσικός, με χρήση καθαρεύουσας και δημοτικής.