Ο διονυσιακός χορός των λέξεων
Οι μέρες αφηγούνται, οι λέξεις ταξιδεύουν, ο κόσμος είναι φτιαγμένος για να διαβαστεί σωματικά. Τούτη η υλική διάσταση των λεκτικών σχημάτων, γονιμοποιημένη στον ύψιστο βαθμό από τους Λατινοαμερικάνους συγγραφείς, στον Εδουάρδο Γκαλεάνο λαμβάνει τη συμβολική γονιμότητα ενός διονυσιασμού.
Ο Ουρουγουανός δαγκώνει τις λέξεις, τις μαλάζει στα χέρια του, τις πλάθει, ζει μαζί τους, τις αναπνέει, τον αναπνέουν· στο τέλος γράφει γι’ αυτές, δεν γράφει με αυτές. Η καταγωγική λογοτεχνία του Γκαλεάνο είναι μια πράξη χθόνια και ταυτόχρονα τραγική. Εξακοντίζοντας τα όρια του συντακτικού, της πλοκής, των χαρακτήρων, σε βαθμό έκστασης, αφήνει τις οσμές των λέξεων να δράσουν μόνες τους· δεν παρεμβαίνει, αλλά μετέχει στα άχραντα μυστήρια, γνωρίζοντας πως η διαμεσολάβησή τους περισσότερο μας απομακρύνει από τη βαθιά νοηματοδότηση του κόσμου παρά μας την κάνει απτή.
Με σπαράγματα μύθων, με σχήματα ιδιαίτερου πάθους για ζωή και για θάνατο, με λεκτικές μαγγανείες και με τη συμβολή των αρχετυπικών σχεδίων του λαϊκού Βραζιλιάνου χαράκτη, Jose Borges, το βιβλίο «Οι λέξεις ταξιδεύουν» μετατρέπεται σε ένα παράθυρο που καθρεφτίζει την εντελή άβυσσο αυτού του κόσμου.
Όλες οι εικόνες είναι η εικόνα. Όλες οι λέξεις είναι η λέξη. Όλες οι μυθολογικές βινιέτες, δάνεια της ανεπεξέργαστης σοφίας των κατοίκων της Λατινικής Αμερικής, κατατείνουν σε μια αίσθηση ρευστής πραγματικότητας.
Ο μαγικός ρεαλισμός είναι ζόρικος: δεν εκπίπτει σε λογοτεχνική φόρμα, δεν ντύνεται τη μανιέρα του. Στις μεγάλες του στιγμές γίνεται ένας παράλληλος κόσμος (ακόμα και για την ίδια τη λογοτεχνία). Τα πλάσματα σε αυτό το βιβλίο εκπροσωπούν την άστατη υποκειμενικότητά τους απέναντι στον στατικό, λογοκρατούμενο κόσμο. Άντρες, γυναίκες, μαινάδες, ληστές, ερωτιδείς, δαιμόνια, ζωόμορφοι ήρωες, φιγούρες του πάνω, του κάτω και του ενδιάμεσου κόσμου. Μάλιστα, ο τελευταίος (ο μη-τόπος) είναι το προνομιακό πεδίο της αφηγηματικής δεινότητας του Γκαλεάνο.
Η συμμετοχή του στο συναπάντημα (ταύτισης, συνομιλίας και εναγκαλισμού) με τις εικόνες του Borges είναι αυτή του καταγραφέα και του συμμέτοχου –με παιδική τραχύτητα– στο αισθητηριακό παιχνίδι. Αμφότεροι οι δημιουργοί, συναντιούνται, ο ένας λαμβάνει το νήμα από τον άλλον και αλληλοκαθοδηγούνται. Τα σχήματα γίνονται λέξεις, οι λέξεις μετατρέπονται σε σχήματα, έτσι που στο τέλος να μην είναι ευδιάκριτο (αλλά τι πειράζει;) να διακριβώσεις αν τα σχέδια προηγήθηκαν των χαρακτικών ή τα σχέδια ήταν εκείνα που έδωσαν το εναρκτήριο λάκτισμα, για να κινηθούν οι λέξεις πάνω στο χαρτί.
Άλλοτε με μικρά και πυκνά διηγήματα, άλλοτε με ποιητική φόρμα (όμως πάντα με ποιητική προδιάθεση) ή με ατόφιες μεταφορές λαϊκών μύθων, ο Γκαλεάνο στήνει έναν οργιαστικό χορό, μια γιορτή διονυσιακών διαστάσεων, όπου ο θάνατος, ο έρωτας, ο πόθος, το μίσος, η τρέλα, η θρησκευτική μανία, η υπαρξιακή παραμυθία, η οδύνη, η αυταπάτη, η χαρά, το πάθος και η βούληση αφουγκράζονται τη φύση των πραγμάτων και των ανθρώπων.
Δεν είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται, αλλά βιώνεται. Οι λέξεις αποκτούν μια αυτονομία από το βάρος τους, μεταπλάθονται σε πειστήρια μαγείας. Η αφορμή για την αφήγηση είναι η ευφρόσυνη διάσπαση του ρεαλισμού. Η ματιά του Γκαλεάνο είναι… ρέουσα και όχι ευθεία· το ίδιο το κείμενο (όπως και τα χαρακτικά που περιλαμβάνονται στην παρούσα έκδοση) οδηγούν τον αναγνώστη στην ίδια διάχυση των αισθήσεων. Εντέλει, τίποτα δεν είναι αληθινό και όλα επιτρέπονται.
Η μετάφραση της Ισμήνης Κανσή είναι άριστη, γιατί μετέχει στο παιχνίδι. Η mot a mot μετάφραση του συγκεκριμένου βιβλίου θα ήταν ασύγγνωστο λάθος. Αυτό που προσφέρει δεν είναι οι λέξεις, αλλά η αίσθησή τους, το ονειρικό περίγραμμά τους.