Στο κυνήγι των φαντασμάτων της Ιστορίας
Σε μια εκδοχή απόλυτα συμβατή με τη φαντασμαγορία του Χόλιγουντ, ο περιβόητος «Άγγελος του θανάτου» στο Άουσβιτς, Δρ. Μένγκελε, καταδιώχθηκε μέχρις εσχάτων από έναν ορκισμένο εβραίο εκδικητή. Το αποτέλεσμα της ταινίας «The Boys from Brazil» με πρωταγωνιστή τον Γκρέγκορι Πεκ δεν θα μπορούσε παρά να επενδύσει στον μύθο των ναζί που γυρνούσαν τον κόσμο ανενόχλητοι κρατώντας αμείωτο τον τρόμο μιας πιθανής επιστροφής τους με άλλο μανδύα. Η καταδίωξη στην ταινία φέρει όλα τα στοιχεία της κατασκοπευτικής δράσης, της ίντριγκας και του σασπένς που ταιριάζει σε ταινίες αυτού του είδους. Φευ, τίποτα από όλα αυτά δεν είναι πραγματικότητα. Ο Μένγκελε κατάφερε επί πολλά έτη να ξεφύγει από τους διώκτες του και τελικά πέθανε από ατύχημα (πνίγηκε καθώς έκανε μπάνιο σε παραλία της Βραζιλίας). Δεν είναι ο μοναδικός «αστικός μύθος» που αναπτύχθηκε γύρω από το τι συνέβη με τους ναζί που δεν πέρασαν από δικαστήριο και δεν καταδικάστηκαν ως εγκληματίες πολέμου. Όπως επίσης πολλά πράγματα που γνωρίζουμε για τους «κυνηγούς» τους, κυρίως μέλη εβραϊκών οργανώσεων ή αυτόκλητους τιμωρούς, δεν ταιριάζουν απόλυτα με αυτό που πραγματικά συνέβη.
Ο δημοσιογράφος Άντριου Ναγκόρσκι, έμπειρος ανταποκριτής αμερικανικών (και όχι μόνο) ΜΜΕ και γνώστης του θέματος, με το βιβλίο του «Οι κυνηγοί των Ναζί» αυτό που επιτυγχάνει είναι να φέρει το ζήτημα στις σωστές διαστάσεις του και να ξεδιαλύνει πολλά νεφελώματα που προέκυψαν μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Σύμφωνα με τη δική του έρευνα, τίποτα δεν τελείωσε με την περιβόητη Δίκη της Νυρεμβέργης και την αντίστοιχη των μακελάρηδων του Άουσβιτς. Μπορεί πολλά από τα πρωτοπαλίκαρα του Χίτλερ να θανατώθηκαν ή να καταδικάστηκαν, αλλά κάμποσα άλλα μεγάλα ή μεσαία στελέχη κατάφεραν να ξεφύγουν από τις δαγκάνες του νόμου και να εκμεταλλευτούν τις συνθήκες που προέκυψαν αμέσως μετά τον πόλεμο. Κάπου εκεί ξεκίνησε η προσπάθεια διαφόρων εβραίων που όχι μόνο δεν ήθελαν να ξεχάσουν, αλλά επιθυμούσαν να κυνηγήσουν τους βασανιστές τους με κάθε τρόπο. Τα κίνητρά τους δεν ήταν πάντα προφανή: κάποιοι κινητοποιήθηκαν με γνώμονα την απονομή δικαιοσύνης και άλλοι από καθαρό αίσθημα εκδίκησης. Συν τοις άλλοις, δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι σύμπασα η διεθνής κοινότητα επιθυμούσε να «σκουπίσει» όλους τους ηττημένους και εξαφανισμένους ναζί. Η μεταπολεμική διάθεση άλλαξε άρδην με το φούντωμα του Ψυχρού Πολέμου. Οι μεγάλες δυνάμεις, αίφνης, ιεράρχησαν διαφορετικά τις επιλογές τους και σαφώς το κυνήγι των ναζιστών δεν βρισκόταν στην ημερήσια διάταξη. Ακόμη και οι Ισραηλινοί ενδιαφέρονταν περισσότερο για τη συγκρότηση του κράτους τους (το 1948) και τη διαπάλη τους με τα αραβικά κράτη και λιγότερο για την απονομή της δικαιοσύνης. Αν προσμετρηθεί σε όλα αυτά η αδυναμία της διαιρεμένης Γερμανίας να κοιτάξει κατάματα το σκοτεινό παρελθόν της και η μάχη ιδεολογικών χαρακωμάτων που προέκυψε ανάμεσα στη Δυτική και την Ανατολική πλευρά της χώρας, αμέσως βλέπουμε πως η εξεύρεση των ολετήρων του Χίτλερ δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση. Ακόμη και στις τάξεις των διωκτών δεν βλέπει κανείς αγαστή σύμπνοια. Σε πολλά θέματα είχαν σημαντική διάσταση απόψεων, ενώ δεν δίσταζαν να ανταλλάσσουν ακόμη και βιτριολικά σχόλια που περιόριζαν ακόμη περισσότερο τη δυναμική του εγχειρήματός τους. Μια ακόμη αλήθεια είναι ότι πολλοί ναζί εισχώρησαν μέσω των μυστικών υπηρεσιών στις ΗΠΑ και σε άλλες δυτικές χώρες προσφέροντας την «τεχνογνωσία» τους. Άλλοι βρήκαν καταφύγιο σε μπανανίες της Λατινικής Αμερικής και κρύφτηκαν κάτω από την ομπρέλα στυγνών δικτατόρων και άλλοι, κάπως μικρότερα ψάρια, συνέχισαν να ζουν ανενόχλητοι τη ζωή τους.
Από το βιβλίο παρελαύνουν πολλές περιπτώσεις σφαγέων και βασανιστών που πιάστηκαν, δικάστηκαν και καταδικάστηκαν ακόμη και στην εσχάτη των ποινών. Υπάρχουν, όμως, και άλλοι που δεν συνελήφθησαν ποτέ ή που τη γλύτωσαν με πολύ «φτηνές» ποινές (σε σχέση πάντα με το εύρος των κατηγοριών που τους βάραιναν). Μεγάλο μέρος της ιστορικής και δημοσιογραφικής μελέτης του Ναγκόρσκι καταλαμβάνει η περίπτωση της απαγωγής του αρχιτέκτονα του Ολοκαυτώματος Άντολφ Άιχμαν από μέλη της Μοσάντ. Πράξη που προκάλεσε σάλο καθώς συνέβη στο έδαφος της Αργεντινής και δημιούργησε πλείστες όσες αντιπαλότητες. Η δεύτερη περίπτωση που προκάλεσε ρήγμα μεταξύ των «κυνηγών» ήταν αυτή του πρώην προέδρου της Αυστρίας, Κουρτ Βαλντχάιμ, ο οποίος με εύσχημο τρόπο αποσιώπησε το ναζιστικό παρελθόν του (αν και ποτέ δεν αποδείχθηκε ότι πήρε μέρος σε εκκαθαρίσεις). Αρκετοί εβραίοι διώκτες ξεκίνησαν τιτάνιο αγώνα για να ξεσκεπάσουν τα ψεύδη του, τη στιγμή που ο Σιμόν Βίζενταλ (ηγετική μορφή της μάχης κατά των ναζί) τάχθηκε για ιδεολογικούς λόγους υπέρ του. Παρεμπιπτόντως, ο τελευταίος μετέχει ενεργά σε όλο το βιβλίο. Πρόκειται για μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Είναι αναμφίβολο πως η δική του διάπυρη θέληση να κυνηγήσει τους ναζί κράτησε το θέμα στην επικαιρότητα, κινητοποίησε φορείς και ξύπνησε συνειδήσεις, εντούτοις από ένα σημείο και μετά προσπάθησε να αυτονομηθεί και να καρπωθεί μεγάλο μέρος των επιτυχιών, ενώ οι αντίπαλοί του έφτασαν στο σημείο να τον κατηγορήσουν ότι είχε συνεργαστεί ακόμη και με τους ναζί. Σίγουρα είναι μια μυθιστορηματική φιγούρα που χρήζει ακόμη και σήμερα περαιτέρω διερεύνησης.
Το βιβλίο του Ναγκόρσκι σε πολλά σημεία ξεφεύγει από τη στείρα παράθεση εγγράφων, πηγών και πληροφοριών και αποκτάει ένα μυθιστορηματικό νεύρο. Φυσικά δεν διατρέχει όλες τις περιπτώσεις των ναζί που καταδιώχτηκαν, ούτε φιλοδοξεί να μιλήσει για τα πάντα. Εντούτοις, είναι ένας πολύ σοβαρός οδηγός για να μας βάλει να σκεφτούμε πως το καπάκι των ιστορικών γεγονότων δεν κλείνει εύκολα. Ακόμη και αν υπάρχει μια σιωπηρή συμφωνία από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη να ρίξουν στάχτη στη φωτιά. Το σίγουρο είναι ότι το κυνήγι των κακών μαγισσών δεν είχε τίποτα από χολιγουντιανά εφέ. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια άοκνων προσπαθειών (κυρίως ατομικών) για να διαλευκανθούν υποθέσεις, ενώ διεξαγόταν παράλληλα και μια άλλη μάχη χαρακωμάτων με νομικές υπηρεσίες και γραφειοκρατικές δομές. Κάπως έτσι, κάποιοι πλήρωσαν για τους μαζικούς φόνους που προκάλεσαν κι άλλοι κατάφεραν να διαφύγουν σαν κύριοι. Το σίγουρο είναι ότι τα κεφάλαια της Ιστορίας δεν κλείνουν ποτέ και πάντα θα υπάρχουν ανοιχτά μέτωπα προς διερεύνηση. Βέβαια, καθώς περνούν τα χρόνια, η τιμωρία των φυσικών αυτουργών καθίσταται ακόμη πιο δύσκολη. Ήδη, ακόμη και αν ζουν κάποιοι εξ αυτών, θα είναι υπέργηροι και η όποια καταδίκη τους θα είχε ηθική, αλλά όχι νομική ισχύ. Η μετάφραση ανήκει στον Γιώργο Μπαρουξή, ενώ η έκδοση συμπληρώνεται από τον πρόλογο του επίκουρου καθηγητή Στράτου Ν. Δαρδανού.