Η Χρυστάλλα Κουλέρμου γεννήθηκε στην Αμμόχωστο το 1957, όπου και έζησε μέχρι την τουρκική εισβολή του 1974. Σπούδασε ελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και από το 1980 εργάζεται ως εκπαιδευτικός στη Μέση Εκπαίδευση της Κύπρου. Εξέδωσε τις συλλογές διηγημάτων «Τα βήματα της Αλεξάντρας και άλλα διηγήματα» (1985, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος) και «Τα παπούτσια που δεν κάνουν τάκα-τάκα» (1987). Έχει γράψει επίσης θεατρικά έργα, τηλεοπτικό σενάριο που προβλήθηκε από την κυπριακή τηλεόραση και στίχους για δισκογραφικές παραγωγές. «Οι κληρονόμοι των ανέμων» κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά στην Κύπρο το 2006 και στην Ελλάδα εκδόθηκαν πρόσφατα από το «Μελάνι».

Η ιστορία ξεκινά το καλοκαίρι του 1973 στην Αμμόχωστο. Οι δύο εγγονές, η Άννα και η Ευδοκία, 16 χρονών, ζουν στο πατρικό σπίτι των μαμάδων τους μαζί με τις οικογένειές τους, τον παππού Κοσμά και τη γιαγιά Μαρίκα Γεωργίου, τον θείο Δωρόθεο και την (ωραία) θεία Ελένη. Είναι και ο ατίθασος θείος Πάμπος (Χαράλαμπος) που μένει σε δικό του διαμέρισμα αλλά τους επισκέπτεται συχνά. Η σχολική χρονιά αρχίζει και οι δύο κοπέλες εντυπωσιάζονται από τη νέα τους φιλόλογο, τη μικροκαμωμένη Κατερίνα Νικολάου που γίνεται η Μεγάλη Αικατερίνη όταν αρχίζει να μιλάει για την ποίηση και τον Διονύσιο Σολωμό (σελ. 39-40). Στη διάρκεια της χρονιάς η θεία τους η Ελένη θα νιώσει, επιτέλους, την καρδιά της να χτυπά για τον Φιλή. Ο θείος Πάμπος θα χορέψει ένα αξέχαστο ζεϊμπέκικο στους αρραβώνες του Φιλή και της Ελένης, ενώ θα συνεχίσει να διαπληκτίζεται με τον πατέρα του για την εγκατάλειψη από τον Μακάριο του στόχου της Ένωσης με την Ελλάδα. Και τα δύο κορίτσια, μέσα σε εννέα μήνες, θα νιώσουν ότι αλλάζουν μέσα τους μαζί με τον κόσμο γύρω τους.

Το βιβλίο έχει τη διάρθρωση ενός αρχαίου δράματος. Ξεκινάει με έναν πρόλογο, ακολουθεί η πάροδος, έπονται τρία επεισόδια στα οποία δομείται η κύρια ιστορία, ενδιάμεσα παρεμβάλλονται δύο στάσιμα και ακολουθεί η έξοδος και ο επίλογος. Η δομή του μυθιστορήματος βοηθά τη συγγραφέα να αναπτύξει το θέμα της, που είναι η ζωή στην Αμμόχωστο τον τελευταίο χρόνο πριν από την τουρκική εισβολή του 1974, και να συνδέσει το παρελθόν με το μέλλον της πόλης και των προσώπων. Μια πιο προσεκτική ανάγνωση αναδεικνύει το ρόλο της σιωπής (και του αντίθετού της, των λέξεων) ως αφετηρία και ως κατάληξη του συγγραφικού εγχειρήματος. Ο θείος Δωρόθεος παλεύει με τις λέξεις τις οποίες φυλακίζει, προς το παρόν, στο γραφείο του. Η Ευδοκία αρχίζει να κρατά ημερολόγιο όπου καταγράφει γεγονότα και σκέψεις. Η πόλη ανθίζει, εξαπλώνεται, όμως, τον Αύγουστο του 1974 εγκαταλείπεται από τους κατοίκους της μέσα στον πανικό για την προέλαση των Τούρκων και παραμένει μέχρι σήμερα σιωπηλή πίσω από τα συρματοπλέγματα. Σε ένα άλλο επίπεδο, οι λέξεις τυραννούν σχεδόν εξίσου με τα όπλα (σελ. 98), ενώ η σιωπή και η μετριοπάθεια θα μπορούσαν, ίσως, να είχαν αποτρέψει την τραγωδία.

Με γλώσσα που ρέει και με ελεγχόμενο συναισθηματισμό, η συγγραφέας σχολιάζει τον «εγκλωβισμό» που αισθάνονται οι δύο έφηβες σε έναν κόσμο ενηλίκων, σε έναν μικρό τόπο γενικότερα (σελ. 45-46). Ένας άνεμος διαπερνά τις σελίδες του βιβλίου, κάνοντάς το να αναπνέει, παρά την τραγικότητα των αληθινών γεγονότων. Και στους κληρονόμους του απομένει η ελπίδα ότι κάποια μέρα θα ξαναγυρίσουν και θα δώσουν ζωή στην όμορφη πόλη.