«Οι ρίζες του μπαμπού είχαν εξαπλωθεί πολύ επιθετικά· διαπέρασαν το πάτωμα κι έφτασαν να τρυπήσουν ως και τη στέγη. Η καλύβα ήταν ένα σκέτο κέλυφος τώρα πια. Κανονικά έπρεπε να είχε καταρρεύσει, αλλά παρέμενε όρθια κι έδειχνε λες και τη βασάνιζαν τα μπαμπού.»  (σελ.187)

Η Νοτιοκορεάτισσα καθηγήτρια πανεπιστημίου και συγγραφέας Sun-mi Hwang γεννήθηκε το 1963 και έχει τέσσερα αδέλφια. Λόγω της φτωχικής πολυμελούς οικογένειάς της δεν πήγε στο Γυμνάσιο, αλλά χάριν ενός δασκάλου που της είχε παραχωρήσει κρυφά ένα κλειδί του σχολείου, διάβαζε τα σχολικά βιβλία όποτε μπορούσε. Είναι απόφοιτος του τμήματος Δημιουργικής Γραφής του Seoul Institute of the Arts (στο οποίο διατελεί αναπληρώτρια καθηγήτρια στο τμήμα Λογοτεχνίας), του Gwangju University και του ChungAng University. Η συγγραφική της καριέρα ξεκίνησε το 1995 και μέχρι τώρα έχει εκδώσει 30 βιβλία από διάφορα λογοτεχνικά είδη. Το 2000, έγινε πασίγνωστη με το βιβλίο της «Η Κότα που Ονειρευόταν να Πετάξει», που έγινε αμέσως κλασικό, πούλησε πάνω από 2 εκατομμύρια αντίτυπα, διατηρήθηκε στη λίστα των μπεστ-σέλερ για 10 χρόνια και μεταφέρθηκε με εξαιρετική επιτυχία στον κινηματογράφο ως ταινία κινουμένων σχεδίων, η οποία και αποτελεί τη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία παρόμοιας ταινίας στην Κορέα όλων των εποχών. Επίσης έγινε βιβλίο κινουμένων σχεδίων, μιούζικαλ και θεατρικό έργο και μεταφράστηκε σε 27 γλώσσες. Το 2016 έκδωσε το «Ο Σκύλος που Τόλμησε να Ονειρευτεί», το οποίο σημείωσε την ίδια εξαιρετική επιτυχία με το προηγούμενο βιβλίο.

Σε μια επαρχία στην ενδοχώρα της Νότιας Κορέας, ο ηλικιωμένος και σοβαρά άρρωστος αρχιτέκτονας και ιδιοκτήτης της κατασκευαστικής εταιρίας Μίρε, Κανγκ Νταέσου ανηφορίζει το δρομάκι που οδηγεί στην κορυφή του Λόφου με τις Κερασιές. Εκεί θα γνωρίσει τον Γερο-Τζανγκ, τον «αρχηγό» της τοπικής κοινότητας, τα άτακτα αγόρια Σανγκούν και Πιερ, τον μεσίτη Τσάνγκσικ, καθώς και πολλούς ακόμη ντόπιους. Ο Κανγκ πριν από τριάντα χρόνια αγόρασε ένα παλιό σπίτι με τεράστιο κτήμα κυριολεκτικά στην κορυφή του λόφου, που δεν το επισκέφτηκε ποτέ, και, επιτέλους, πηγαίνει να εγκατασταθεί μόνιμα εκεί και να περάσει γαλήνια τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Δεν έχει υπολογίσει όμως τους κατοίκους του λόφου, παιδιά, γυναίκες και άνδρες κάθε ηλικίας –ακόμη και κατοικίδια κι άλλα ζώα– που γενιές ολόκληρες, παίζουν, μπαινοβγαίνουν, ερωτεύονται, στοχάζονται κι εξερευνούν το κτήμα του σαν πραγματικοί και ξεδιάντροποι εισβολείς. Η αλήθεια είναι ότι το προσωπικό της εταιρείας συντήρησης του σπιτιού και του κτήματος που προσέλαβε ο Κανγκ, και το έχει αναλάβει όλες αυτές τις δεκαετίες, δεν έχει κάνει και πολύ καλά τη δουλειά του. Προκειμένου να απαλλαχτεί οριστικά από τα παρείσακτα άτομα αυτής της κλειστής κοινωνίας, τις προβληματικές καταστάσεις και τα περιστατικά που δημιουργούν, ο Κανγκ επιστρατεύει τον βοηθό του, τον Παρκ, τους υφιστάμενούς του, την εταιρεία συντήρησης, ακόμη και τον γιατρό που τον κουράρει, τον Κιμ, για να βρουν μια λύση. Όλοι μαζί καταστρώνουν σχέδια αποτελεσματικότερης επιτήρησης, περίφραξης κι οχύρωσης του αχανούς κτήματος, προσδοκώντας να κρατήσουν μακριά όλο αυτό το ανεπιθύμητο τσούρμο γειτόνων, των ενοχλητικών παραβατών και καταπατητών της περιουσίας του Κανγκ. Ποιος είναι, όμως, ο πραγματικός ιδιοκτήτης της κορυφής του Λόφου με τις Κερασιές που προσπαθούν να ανθίσουν; (Τα άνθη της κερασιάς συμβολίζουν την αγνότητα και την ομορφιά στην κορεατική παράδοση.)

Το συγκινητικό μυθιστόρημα με τη χαρακτηριστική και διακριτική κορεατική μινιμαλιστική λογοτεχνική γλώσσα αποτελείται από 15 μίνι κεφάλαια και το σύντομο σημείωμα της συγγραφέως. Το έργο αναφέρεται στην αναγέννηση και τη φιλία και είναι μια ιστορία εξιλέωσης ενός πληγωμένου άντρα που προσπαθεί να ξανακερδίσει την πίστη του στην ανθρωπιά. Η εργασιομανής συγγραφέας έγραψε το βιβλίο όταν βρέθηκε «αυτοεξόριστη», μόνη, δίχως φίλους και χωρίς να μιλάει ούτε μία λέξη γερμανικά, στην παγωμένη Βιέννη, σε διάστημα λίγων εβδομάδων. Κατακυριεύτηκε από τη μοναξιά και κοιτώντας στα βάθη της ψυχής της εμπνεύστηκε την ιδέα του βιβλίου ενθυμούμενη τη σχέση με τον φτωχό αγρότη και βιοπαλαιστή πατέρα της στο πατρικό της και με τα τέσσερα αδέλφια της. Καθώς εξελίσσεται η πλοκή του γοητευτικού μυθιστορήματος, διάχυτη από κομψό χιούμορ, βαθιά τρυφερότητα και συχνά με παιχνιδιάρικο τόνο, οι αναγνώστες γνωρίζουν τους συναρπαστικούς χαρακτήρες και τις ενδιαφέρουσες προσωπικότητες που γνωρίζει ο Κανγκ. Δυσάρεστες αλήθειες, γλυκόπικρες ιστορίες που αναβιώνουν εν μέσω άλλων ιστοριών έρχονται στην επιφάνεια και συγκλονίζουν το κατά τα άλλα μοναχικό, και απρόθυμο για περιττές κοινωνικές συναναστροφές, αφεντικό της κορυφής του λόφου. Η δυνητική ματαιότητα των πάντων που πρεσβεύει ο Καγνκ θα έρθει σε μετωπική σύγκρουση έχοντας καταλυτικά και καθαρτικά αποτελέσματα με τους καλούς οιωνούς των κακόβουλων γειτόνων.