Υπό τον φόβο των «Καλών»

Το νέο βιβλίο της Hannah Kent με τίτλο «Οι καλοί» λαμβάνει χώρα σε έναν χαμένο κόσμο που υπακούει στους δικούς του κανόνες. Ενός κόσμου, κάπου σε μια κοιλάδα της Ιρλανδίας το 1825, όπου κυριαρχεί η παλιά πίστη, σύμφωνα με την οποία τα νήματα κινούν οι δεισιδαιμονίες, οι δοξασίες και οι προλήψεις και οι άνθρωποι ζουν υπό τον φόβο των νεράιδων, των ξωτικών και των Καλών.

Εκεί πρωτοστατεί η Νανς, η μάγισσα, που κατέχει τη γνώση –δώρο των Καλών–, που όλοι τη φοβούνται, αλλά και που όλοι την επισκέπτονται στη φτωχική καλύβα της για να τους γιατρέψει. Γύρω της, όμοιες με χορό αρχαίου δράματος, βρίσκονται οι γυναίκες του χωριού, αλλά και οι άντρες, άνθρωποι αγράμματοι, που ορίζουν τη ζωή τους με βάση τα σημεία των καιρών.

Ανάμεσά τους βρίσκεται και η Νόρα Λίχι, πρόσφατα χήρα, αφού ο άντρας της από τη μια στιγμή στην άλλη σωριάστηκε στο χώμα και της έφεραν σηκωτό το κορμί του στο σπίτι, που έχει υπό τη φροντίδα της τον εγγονό της, ένα αγόρι σακάτικο, που ούτε μιλάει ούτε περπατάει. Τον εγγονό της που βάρος τής είναι, παρά χαρά.

Σύντομα η Νόρα, συντετριμμένη από τον πόνο της απώλειας του συζύγου και της κόρης της και οδηγούμενη από την αγάπη της για αυτούς, θα πειστεί ότι μεγαλώνει ένα τελώνιο και όχι τον γιο της αδικοχαμένης κόρης και θα κάνει τα αδύνατα δυνατά για να φέρει πίσω το υγιές και ευτυχισμένο παιδί που είχε γνωρίσει κάποτε. Καθώς ο γιατρός και ο παπάς της περιοχής αρνούνται να τη βοηθήσουν, η Νόρα στρέφεται στη Νανς και στα βοτάνια της και μια σειρά από «θεραπείες» ξεκινά. «Θεραπείες» που περισσότερο επίπονες και τρομακτικές είναι για το μικρό και που όσο δε φέρνουν αποτέλεσμα, τόσο η Νανς τραβάει το σκοινί.

Έπειτα από μία αποτυχημένη προσπάθεια να διώξουν το τελώνιο μέσα από το παιδί, που οδηγεί –άθελά τους;– σε δολοφονία, τον λόγο παίρνουν τα δικαστήρια και η παλιά πίστη και η αμάθεια συγκρούονται, ανοιχτά πια, με τη θρησκεία και τον ορθολογισμό. Μήπως ήρθε η ώρα η λογική να πάρει τα ηνία του κόσμου τούτου;

Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του μυθιστορήματος είναι η πολυφωνία του, καθώς δίνεται η ευκαιρία στους πρωταγωνιστές, μέσω εσωτερικών μονολόγων και αφηγήσεων, μαζί με τις σκέψεις τους, να παρουσιάσουν την ιστορία από τη δική τους οπτική, έτσι ώστε οι αναγνώστες να αποκτήσουν σφαιρική εικόνα, ενώ παράλληλα ξεδιπλώνονται τα πιστεύω και τα θέλω τους.

Η συγγραφέας χτίζει τον μύθο χρησιμοποιώντας προσεχτικά διαλεγμένες λέξεις και οικοδομεί το σύμπαν της αφηγούμενη με παραστατικό τρόπο και με λεπτομερείς περιγραφές των τοπίων, των ανθρώπων, του τρόπου ζωής τους, των ιεροτελεστιών  που λαμβάνουν χώρα στην κοιλάδα –περιγραφές μοναδικής ομορφιάς–,  δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο ατμόσφαιρα μυστηριακή, ονειρική, ατμόσφαιρα πέραν του κόσμου τούτου.

Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στην εξαιρετική μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου.