Η γοητεία του ανοικτού ορίζοντα

Υπάρχουν ποιητές και ποιητές: ποιητές που ποζάρουν, βραβειοθήρες και θεσιθήρες, παραδόπιστοι κι εξουσιολάγνοι, ερωτομανείς και ψοφοδεείς, χιμαιρικοί και χειμαρρώδεις, φλύαροι και τσιγκούνηδες, πολυγραφότατοι κι ολιγογράφοι, αυθεντικοί και ψεύτες, παραχαράκτες, πλαστογράφοι, αντιγραφείς, λογοκλόποι. Και οι άλλοι, οι αυθεντικοί, οι ερωτικοί, οι αυτοκαταστροφικοί, οι φιλοσοφημένοι που γνωρίζουν επακριβώς τη ματαιότητα των πάντων κι επιλέγουν ανάμεσα στο μονοπάτι της ενδώσεως εις την ηδονήν της σάρκας και στο μονοπάτι της αρνήσεως (ή της επιλεκτικής θηρεύσεως) της γήινης ηδονής. Οι περισσότερον ελευθέριοι ονομάζονται συνήθως «καταραμένοι», οι πλέον επιλεκτικοί αυτοανακηρύσσονται «ασκητικοί» (συνήθως αφού έχουν προηγουμένως θηρεύσει την αλόγιστη, αχαλίνωτη ηδονή).

Ο Νότης Γέροντας ανήκει στην πρώτη κατηγορία: του «καταραμένου», του παραδομένου στις ηδονές. Το αλκοόλ και οι σαρκικές ηδονές οδήγησαν ίσως στον «πρόωρο» θάνατό του. Όμως πότε ένας θάνατος είναι πρόωρος; Ποιος θάνατος ΔΕΝ είναι πρόωρος;

Η θολότητα του εσωτερικού τοπίου αντισταθμίζεται με την ενάργεια της εξωτερικής όρασης. Όπως κι ο Νίκος Καββαδίας, ο ναυτικός Νότης Γέροντας μάς χαρίζει την απλοχωριά της ματιάς του σε τοπία μακρινά, όπου ορίζοντας δεν υπάρχει κι η θάλασσα σμίγει με τον ουρανό, αρμονικά, ερωτικά και βίαια. Το αλκοόλ είναι κι αυτό ενός άλλου είδους θάλασσα, που μέσα της εκμηδενίζεται το «εγώ» του ποιητικού υποκειμένου. Ο γυναικείος κόλπος είναι το τρίτο καταφύγιο του πνιγμένου από την υπαρξιακή αγωνία, που αναζητεί μάταια την ασφάλεια, ή έστω την ψευδαίσθησή της και στο τέλος καταφεύγει στην πανδοκεύτρα Λήθη, με έσχατο και απόλυτο όριό της τον ίδιο τον θάνατο.

Όχι, δεν είναι θανατολάγνος ο ποιητής Νότης Γέροντας, δεν είναι πεσιμιστής. Τη ζωή δοξάζει μέσα από το αποκορύφωμα της ηδονής, το αποκάρωμα των αισθήσεων, την υπέρβαση των ορίων, εκεί όπου το υγιές και το νοσηρό εναλλάσσονται.

Η ποίησή του έχει ήδη κριθεί από σημαντικούς ανθρώπους των Γραμμάτων, δυστυχώς μετά το θάνατό του (όπως γίνεται συνήθως σε αυτή την ευνομούμενη χώρα). Δεν θα μπω σε τεχνικές λεπτομέρειες, ούτε θα παραθέσω στίχους του. Θέλω απλώς να σας επισημάνω το έργο του, να σας υπενθυμίσω ή να σας γνωστοποιήσω ότι έζησε κι αυτός ο αυθεντικός ποιητής ανάμεσά μας. Κι αν πιστέψουμε, όπως ο Δημοσθένης, «προς γαρ το τελευταίον εκβάν έκαστον των πριν υπαρξάντων κρίνεται», αν θεωρήσουμε με άλλα λόγια ότι το τέλος κρίνει και την αρχή και τη μέση και την πορεία, τότε το τέλος του Νότη Γέροντα τον ανεβάζει στο ύψος του αυθεντικού, του γνήσιου. Όσο για την πρωτοτυπία του, σαφώς πατάει πάνω στην κόλαση άλλων καταραμένων ποιητών, όμως δίνει στη ματιά του μια παιχνιδιάρικη ιριδίζουσα ελαφρότητα του μοιραίως αναπόφευκτου, που μπορεί όμως και να ειδωθεί από το αρνητικό της εικόνας του ως αιωνίως ένδοξο. Αυτό που λέω είναι ότι διαβάζοντας «ανάποδα» και «λοξά» το βίο και την πολιτεία του Νότη Γέροντα, διαβλέπει ο επαρκής αναγνώστης τη δίψα του για το αιώνιο, το άφθαρτο, το υγιές, το ερωτικό. Ανάστροφος κλασικισμός; Ίσως. Γράφοντας σε αυτή τη γλώσσα και ζώντας σε αυτή τη χώρα, δεν μπορείς παρά να πατήσεις στα χνάρια των γιγάντων ποιητών που προηγήθηκαν. Ακόμα κι όταν τους αρνείσαι δεν μπορείς να τους αγνοείς. Ακόμα κι όταν τους μάχεσαι, όταν αντιστρατεύεσαι τις πεποιθήσεις τους ή τις αισθητικές επιλογές τους, ακόμα και τότε σε αυτούς απαντάς κάθε φορά που ομιλείς και γράφεις. Η Ελλάδα και κάθε τι ελληνικό είναι πανταχού παρόντα στους ανοιχτούς ορίζοντες της ποιητικής του Νότη Γέροντα. Με το σκουλήκι του απαγορευμένου καρπού από τον Κήπο της Εδέμ. Όμως αυτό κάνει και το πνευματικό του έδεσμα «εύγευστο» και περιεκτικό. Διαβάστε τον. Απολαύστε τον. Ακόμα κι αν δεν τον μιμηθείτε. Θα γνωρίσετε έναν άνθρωπο που ακολούθησε πιστά το δρόμο που επέλεξε μέχρι το τέλος. Κι έζησε τις επιλογές του πλέρια. Με τιμιότητα. Και καθαρότητα. Πόσοι από εμάς που γράφουμε μπορούν να το ισχυριστούν αυτό;