Οι γκαζόζες είναι η αφορμή

Ο Ερτζάν Κεσάλ γεννήθηκε το 1959. Το 1984 αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Έγκε (Αιγαίο). Εργάστηκε ως γιατρός για πολλά χρόνια στην Άγκυρα, το Κεσκίν, το Μπάλα και στα χωριά του. Την εποχή που εργαζόταν στο δικό του ιατρείο, παρακολούθησε μαθήματα εφαρμοσμένης ψυχολογίας και ανθρωπολογίας. Τα πρώτα ποιήματά του δημοσιεύθηκαν όταν ήταν φοιτητής. Κατά τη διάρκεια του αγροτικού, έγραψε άρθρα στο περιοδικό «Σον Ρετσέτε» και πήρε συνεντεύξεις. Το 1990 εγκαταστάθηκε στην Ιστανμπούλ και έγινε συνιδρυτής των εκδόσεων Έρα. Δημοσίευσε άρθρα στο περιοδικό «Σιζοφρενγκί». Οι εφημερίδες «Ραντικάλ» και «Μπίργκιουν» δημοσίευσαν διηγήματα και δοκίμιά του. Άρχισε να γράφει σενάρια. Με την ταινία «Ουζάκ» (Μακριά) ξεκίνησε την καριέρα του ως ηθοποιός, την οποία συνεχίζει μέχρι σήμερα ως ηθοποιός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης. Το 2013 δημοσιεύθηκαν από τις εκδόσεις Ιλετισίμ τα βιβλία του «Περί Γκαζοζού» και «Νασίπσε Αντάγιζ» (Αν Θέλει ο Θεός θα είμαστε Υποψήφιοι). Το 2014 από τις εκδόσεις Ιθάκη της Τουρκίας εκδόθηκε το μυθιστόρημα «Εββέλ Ζαμάν» (Τον παρελθόντα καιρό). Το βιβλίο του με τίτλο «Οι γκαζόζες» μεταφράστηκε πρόσφατα στα ελληνικά και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ωκεανός.

Με αφορμή τις γκαζόζες που μοίραζε κάθε μέρα στην αγορά όταν ήταν μικρός ο Ερτζάν Κεσάλ –ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου–, θυμάται και αφηγείται. Περιστατικά, γεγονότα. Από τα μικράτα του, από τη φοιτητική του ζωή, απ’ όταν έκανε το αγροτικό του όντας νεαρός γιατρός, από το παρόν του. Αποτυπώνει σκέψεις, φιλοσοφεί, καταλήγει σε καθολικές αλήθειες.

Και μέσα από τις αφηγήσεις αυτές –σπαράγματα θα έλεγε κανείς– ξετυλίγεται ο πολιτισμός της Τουρκίας, οι παραδόσεις της, η κουλτούρα της, οι αξίες της. Οι συνήθειες των ανθρώπων της, η νοοτροπία τους.

Μία εκ βαθέων εξομολόγηση ενός γεμάτου όνειρα και όρεξη για δουλειά νεαρού γιατρού, μέσα από την οποία αποκαλύπτεται η ψυχή της πατρίδας του. Με λόγο λιτό, απλό, αλλά και τόσο φιλοσοφημένο, παρουσιάζεται η ιστορία της παλιότερης αλλά και σύγχρονης Τουρκίας και των πολιτών της. Τα βάσανα του απλού λαού, η φτώχια του, η απελπισία του, ο σεβασμός στον συνάνθρωπο, αλλά και σε όσους κατέχουν κάποιου είδους «εξουσία» και μπορούν να βοηθήσουν με όποιο τρόπο. Εκεί οπού η ζωή και ο θάνατος βαδίζουν χέρι χέρι. Εκεί οπού η οικογένεια είναι πάνω απ’ όλα, πάνω από προσωπικές έχθρες και διαφωνίες.

Χαρακτηριστικό δε είναι ότι η αφήγηση του βιβλίου θυμίζει έντονα Ναζίμ Χικμέτ.