Ο Μιχάλης Μιχαηλίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1969. Απόφοιτος της Οικονομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου στη Σχολή Σταυράκου. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα «Ο μηχανισμός της σύγχυσης» (Κέδρος 1997, Καστανιώτης 2004), «Η πισίνα των αναμνήσεων» (Κέδρος, 1999), «Η σκύλα και το κουτάβι» (Καστανιώτης 2002, βραβείο καλύτερου μυθιστορήματος περιοδικού «Διαβάζω»), «Νυχτερινή διαδρομή» (Καστανιώτης 2006), «Πινακοθήκη τεράτων» (Πατάκης, 2009). Έργα του έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά, στα πολωνικά και στα γερμανικά.

Στους «Επόπτες» (2016) ο 47χρονος συγγραφέας «κινείται» μεταξύ Δανίας και Σουηδίας. Ένα μεγαλόπνοο σχέδιο για την ένωση δύο περιοχών, του Μάλμε (Σουηδία) με το Άμαγερ της Κοπεγχάγης (Δανία), μέσω του συνδέσμου ή γέφυρας Ερεσούντ, βρίσκεται στη φάση της υλοποίησής του. Οι επόπτες του τίτλου είναι ο Σουηδός Σβεν Αλεξάντερσον και ο Δανός Νταν Κρίστόφτε, πολιτικοί μηχανικοί και οι δύο, οι οποίοι έχουν επιφορτιστεί από τις κυβερνήσεις τους με την παρακολούθηση του έργου έως την τελική παράδοσή του. Η ιστορία εκτείνεται χρονικά σε διάστημα πέντε χρόνων: από τον Σεπτέμβριο του 1995 έως τον Δεκέμβριο του 2000.

Ήδη από την αρχή είναι ευδιάκριτη η διαφορά μεταξύ των δύο ανδρών: ο Αλεξάντερσον δεν μιλάει πολύ, παρατηρεί με συναισθηματική απόσταση την πρόοδο των εργασιών, βλέπει τη συνολική εικόνα και γίνεται ωμός και κυνικός. Ούτε ο Κριστόφτε μιλάει πολύ (για τον εαυτό του, καθόλου), αλλά είναι συνεπαρμένος από το έργο, το οποίο βλέπει ως απόδειξη της ανθρώπινης επινοητικότητας και του πείσματος να προχωρήσει, δαμάζοντας τις αντίξοες συνθήκες. Γιατί το έργο περιλαμβάνει πολλές και περίπλοκες εργασίες που ενέχουν κινδύνους παντός τύπου και απαιτούν προσήλωση στον στόχο και αποτελεσματικότητα στην επίλυση των τεχνικών και άλλων προβλημάτων που παρουσιάζονται.

Όμως ο σύνδεσμος Ερεσούντ περιλαμβάνει και μία άλλη, συμβολική, διάσταση: ενώνει δύο περιοχές με διαφορετικά επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης, το φτωχό Μάλμε με την πλούσια Κοπεγχάγη, αλλά και δύο διαφορετικές χώρες,  με προκαταλήψεις της μιας για την άλλη (και αντιστρόφως). Οι κάτοικοι των δύο περιοχών θα πρέπει να πεισθούν για τη σημασία που έχει η γέφυρα. Την οικοδόμηση αυτού του αφηγήματος αναλαμβάνει η Αγγλίδα Γκουέν Μπέκινσεϊλ, η οποία συνεργάζεται στενά με τον Αλεξάντερσον. Το άλλο γυναικείο πρόσωπο με κάποιο μεγαλύτερο ρόλο στην ιστορία είναι η Γερμανίδα φωτογράφος Χάνα Ούκερμαν, την οποία θα γνωρίσουμε μέσα από τη συναναστροφή της με τον Κριστόφτε. Και οι δύο είναι νεαρές, φιλόδοξες, παθιασμένες με τη δουλειά τους. Παρορμητική μέχρι και βίαιη η Χάνα, πιο συγκρατημένη η Γκουέν.

Η τριτοπρόσωπη αφήγηση δίνει τη θέση της σε εκτενείς διαλόγους μεταξύ των τεσσάρων πρωταγωνιστών, ιδίως μεταξύ Σβεν και Νταν, προωθώντας την πλοκή. Αξίζει να σημειωθεί η παράθεση πολλών τεχνικών πληροφοριών που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της ιστορίας. Για τον Αλεξάντερσον, οι υπερκατασκευές και η υπέρβαση του κόστους τους, λόγω παραποίησης των πραγματικών δεδομένων, είναι το νόημα της όλης ιστορίας. Αυτό δεν σημαίνει, μοιάζει να λέει η Μιχαηλίδης, ότι δεν υπάρχουν πολιτικές και άλλες προεκτάσεις: οι ταραχές στη Χριστιανία, μια ελευθεριακή κοινότητα της Δανίας, τις οποίες υποκινεί ο Αμερικανός πράκτορας Τάσκα, όπως και η αποκαλυπτική συνομιλία του με τον ιμάμη της φτωχής περιοχής Ρουσενγκόρντ στη Σουηδία. Τα μεγάλα κατασκευαστικά σχέδια εξυπηρετούν και τέτοιες σκοπιμότητες για όλους: εθνικές κυβερνήσεις, παγκόσμιες δυνάμεις, διεθνείς οργανισμούς χρηματοδότησης. Υπό αυτό το φως, ο περιβαλλοντικός παράγοντας αναδεικνύεται κρίσιμος απέναντι σε μια ανάπτυξη χωρίς όρια που καταβροχθίζει τα πάντα και καταβροχθίζεται από τις ίδιες της τις εμμονές. Τα πάντα στη γέφυρα Ερεσούντ είναι προγραμματισμένα μέχρι την τελευταία (τεχνική) λεπτομέρεια. Όταν τελειώσει το έργο, οι Επόπτες θα επιστρέψουν στη θέση τους∙ ικανοποιημένοι; Το έγκλημα έχει συντελεστεί.