Ένα έγκλημα στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης
Πέντε χρόνια πριν από τη δημοσίευση του σημαντικότερου έργου του, «Βερολίνο Αλεξάντερπλατς», ο Άλφρεντ Ντέμπλιν δημοσιεύει μια νουβέλα βασισμένη σε ένα έγκλημα που είχε συγκλονίσει τη γερμανική κοινωνία των αρχών της δεκαετίας του 1920. Ουσιαστικά, ο Ντέμπλιν αλλάζει τα ονόματα των πρωταγωνιστών της ιστορίας, αλλά διατηρεί όλα τα υπόλοιπα στοιχεία.
Η νεαρή και όμορφη Έλλη φτάνει από την επαρχία στο Βερολίνο το 1918 και εργάζεται ως κομμώτρια. Είναι κεφάτη και λίγο ελαφρόμυαλη, φλερτάρει και θέλει να περνάει καλά. Έναν χρόνο αργότερα γνωρίζει έναν νεαρό εργατικό ξυλουργό, τον Λινκ, και όταν αυτός της ζητάει να τον παντρευτεί, αυτή δέχεται. Ο Λινκ είναι πολύ ερωτευμένος και εξαρτημένος από τη γυναίκα του, η Έλλη όμως χάνει σταδιακά τον ενθουσιασμό της, αισθάνεται ότι έχει χάσει την ελευθερία της, ενώ νιώθει αποστροφή για τις ερωτικές τους συνευρέσεις. Η αλλαγή της κοπέλας δημιουργεί αισθήματα οργής και αυτολύπησης στον Λινκ, ο οποίος εκτονώνεται χτυπώντας την αλύπητα. Η κοπέλα προσπαθεί δύο φορές να τον εγκαταλείψει, αλλά και τις δύο φορές, χάρη στα παρακάλια του και στην παρέμβαση της οικογένειάς της, επιστρέφει σε αυτόν. Εν τω μεταξύ γνωρίζει τη Μαργκαρέτε και αρχικά μια φιλία αναπτύσσεται ανάμεσά τους. Η Μαργκαρέτε είναι κι αυτή απογοητευμένη από τον γάμο της και οι δύο γυναίκες μοιράζονται τον πόνο τους. Τα αισθήματά τους θα μετατραπούν σταδιακά από φιλικά σε ερωτικά και η Έλλη αποφασίζει να πάρει πίσω τη ζωή της, να ξεφορτωθεί τον άντρα της. Προμηθεύεται αρσενικό και δηλητηριάζει σιγά σιγά τον Λινκ, ο οποίος δεν θα αργήσει να πεθάνει. Η πεθερά της την υποψιάζεται και έτσι το έγκλημα και η σχέση των δύο γυναικών αποκαλύπτονται, με αποτέλεσμα να οδηγηθούν και οι δύο σε δίκη.
Ο Ντέμπλιν παρουσιάζει γραμμικά ολόκληρη την εξέλιξη της ιστορίας, εστιάζοντας πότε στην Έλλη και πότε στον Λινκ και στη Μαργκαρέτε. Ωστόσο, φροντίζει να παρέχει μια ψυχρή, αποστασιοποιημένη αφήγηση, γίνεται ουδέτερος παρατηρητής. Παρατηρεί τις διακυμάνσεις στον ψυχισμό των πρωταγωνιστών και τις παραθέτει χωρίς να προσπαθεί να τις αναλύσει εις βάθος. Παρουσιάζει τη δίκη, τις σκέψεις των ειδικών, τη δυσκολία των ενόρκων να καταλήξουν σε απόφαση ακόμα και τη στάση του Τύπου. Για να φτάσει σε έναν επίλογο που καταδεικνύει ότι σε μια τέτοια υπόθεση –αλλά και στη ζωή γενικότερα– δεν υπάρχει μια μόνο εξήγηση, ένα μόνο επίπεδο πραγματικότητας. Αυτά που εμείς νομίζουμε ότι καταλαβαίνουμε στη ζωή «τα καταλαβαίνουμε σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο» (σ. 152).
Μια ενδιαφέρουσα νουβέλα και μια ουσιαστική ερμηνεία της πολυπλοκότητας του ατόμου από έναν σημαντικό συγγραφέα. Ειδική μνεία στη μετάφραση της κυρίας Λαγουδάκου.